λαγνεία

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαγνεία Medium diacritics: λαγνεία Low diacritics: λαγνεία Capitals: ΛΑΓΝΕΙΑ
Transliteration A: lagneía Transliteration B: lagneia Transliteration C: lagneia Beta Code: lagnei/a

English (LSJ)

Ion. λαγν-είη, ἡ,

   A the act of coition, Hp.Nat.Puer.20, Arist. HA575a21; semen, Hp.Nat.Puer.21, cf. Gal.19.117.    II salaciousness, X.Mem.1.6.8, AP10.45.8 (Pall.): pl., Ti.Locr.103a.

German (Pape)

[Seite 3] ἡ, Saamenausleerung, Beischlaf, Hippocr.; Arist. H. A. 6, 21; – Wollust, Geilheit, Tim. Locr. 103 a; λαγνείᾳ δουλεύειν, Xen. Mem. 1, 6, 8; ἀκόλαστος, Pallad. 122 (X, 45).

Greek (Liddell-Scott)

λαγνεία: ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ συνευρίσκεσθαι, συνουσία, Ἱππ. 241. 4., 242. 5. ΙΙ. ἀκολασία, ἀκρασία περὶ τὰ ἀφροδίσια, κατάχρησις σαρκικῆς μίξεως, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 2, Ἀνθ. Π. 10. 45.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
libertinage.
Étymologie: λαγνεύω.

Greek Monolingual

η (Α λαγνεία, ιων. τ. λαγνείη) λαγνεύω
φιληδονία, ηδυπάθεια ακολασία, ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις («τοῡ δὲ μὴ δουλεύειν... ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳ οἴει τι ἄλλο αἰτιώτερον εἶναι;», Ξεν.)
αρχ.
συνουσία.