καγχάζω

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καγχάζω Medium diacritics: καγχάζω Low diacritics: καγχάζω Capitals: ΚΑΓΧΑΖΩ
Transliteration A: kancházō Transliteration B: kanchazō Transliteration C: kagchazo Beta Code: kagxa/zw

English (LSJ)

later form for καχάζω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1278] s. καχάζω u. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

καγχάζω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ καχάζω, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

1 rire aux éclats;
2 p. ext. se moquer de qqn en gén.
Étymologie: forme réc. de καχάζω ; R. Χαδ, avec redoubl. et nasalisat. ; cf. χάσκω, χανδάνω, lat. cachinnus.

Greek Monolingual

καχάζω και μτγν. τ. καγχάζω)
1. γελώ δυνατά, ηχηρά, χαχανίζω
2. γελώ κοροϊδευτικά, κοροϊδεύω, χλευάζω («ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά πιθ. με το καγχαλῶ].