δυσπαρακόμιστος

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαρακόμιστος Medium diacritics: δυσπαρακόμιστος Low diacritics: δυσπαρακόμιστος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysparakómistos Transliteration B: dysparakomistos Transliteration C: dysparakomistos Beta Code: dusparako/mistos

English (LSJ)

ον,

   A hard to carry along, Plu.Demetr.19; πλοῦς δ. a difficult voyage, Plb.3.61.2.

German (Pape)

[Seite 686] schwer fortzuschaffen; Plut. Demetr. 19; πλοῦς, schwierig, Pol. 3, 61, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαρακόμιστος: -ον, δυσκόλως παρακομιζόμενος , δυσκολομετακόμιστος, Πλούτ. Δημητρ. 19· πλοῦς δ., δύσκολος πλοῦς, δύσκολον ταξείδιον, Πολύβ. 3. 61, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à transporter.
Étymologie: δυσ-, παρακομίζω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de transportar τὸ (σιδηροῦν) πάτριον τῶν Σπαρτιατῶν νόμισμα Arist.Fr.481, κριθαί Plu.2.915f, dicho de los alimentos cargados por las hormigas, Plu.2.967f, cf. Demetr.19.
2 ref. al propio transporte dificultoso, que supone un difícil traslado πλοῦς δ. una navegación difícil de realizar Plb.3.61.2.

Greek Monolingual

δυσπαρακόμιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα μεταφέρεται
2. (για πλου) δύσκολος.