λινόδεσμος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, = sq.,
A σχεδία A.Pers.68 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 49] = Folgd., λινοδέσμῳ σχεδίᾳ, Aesch. Pers. 68.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόδεσμος: -ον, = τῷ ἑπομ., σχεδία Αἰσχύλ. Πέρσ. 68 (Λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié avec des cordes.
Étymologie: λίνον, δεσμός.
Greek Monolingual
λινόδεσμος, -ον (Α)
λινόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δεσμός (< δέω)].