λινόκλωστος

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόκλωστος Medium diacritics: λινόκλωστος Low diacritics: λινόκλωστος Capitals: ΛΙΝΟΚΛΩΣΤΟΣ
Transliteration A: linóklōstos Transliteration B: linoklōstos Transliteration C: linoklostos Beta Code: lino/klwstos

English (LSJ)

ον,

   A spinning flax, ἠλακάτη AP7.12.

German (Pape)

[Seite 49] ἠλακάτη, Flachs spinnend, Ep. ad. 524 (VII, 12). Bei Sp. auch = aus Flachs gesponnen.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόκλωστος: -ον, ὁ κλώθων λινάριον, ἠλακάτη Ἀνθ. Π. 7. 12. ΙΙ. ὑφασμένος ἐκ λινῆς κλωστῆς, φᾶρος Θεόδ. Πρόδρ. σ. 162.- Πρβλ. λινουλκός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à filer le lin.
Étymologie: λίνον, κλώθω.

Greek Monolingual

λινόκλωστος, -ον (Α)
αυτός που κλώθει λινάριλινόκλωστος ἠλακάτη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύ-κλωστος, τρί-κλωστος].