φοιτάς
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A = φοιταλέος, of the βάκχαι, E.Ba.165 (lyr., pl.) II as Adj., φ. ἀγύρτρια, of Cassandra, A.Ag.1273; φ. νόσος madness, frenzy, S.Tr.980 (anap.); φ. πλάνη Lyc.610; φ. ῥιπή, of the flickering of fire, Tryph.231; φ. ἐμπορίη, of commerce by sea, AP7.586 (Jul.): also with neut. Subst., φοιτάσι πτεροῖς on wandering wings, E.Ph. 1024 (lyr.): late also with masc., φοιτάδι μόχθῳ Jo.Gaz.Ecphr.1.90; φ. ἵπποι Nonn.D.38.260. III much trodden, frequented, ὁδοί Anon. ap.Suid.
German (Pape)
[Seite 1297] άδος, ἡ, bes. fem. zu φοιταλέος, 1) die Herumirrende, Herumschweifende; κἀναστήσεις φοιτάδα δεινὴν νόσον Soph. Trach. 976; ἐμπορίη Iulian. Aeg. 49 (VII, 586); πλάνη Lycophr. 610; dah. – a) die gemeine, in den Gassen umherstreichende Hure, VLL. – b) übertr., die irres Geistes Umherschwärmende, Tolle, Rasende, Aesch. Ag. 1246; bes. die schwärmende Bacchantinn, Eur. Bacch. 161. – 2) bei Eur. auch masc. u. neutr., = φοιταλέος, z. B. φοιτάσι πτεροῖς Phoen. 1031; vgl. Lob. parall. 262.
Greek (Liddell-Scott)
φοιτάς: -άδος, ἡ, (φοιτάω) θηλ. τοῦ φοιταλέος, ἐπὶ τῆς Κασσάνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1273· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 161. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., φ. νόσος, μανία, παραφροσύνη, Σοφ. Τρ. 980· φ. πλάνη Λυκόφρ. 610. φ. ῥιπή, ἡ ἀσταθὴς κίνησις τῆς φλογὸς τοῦ πυρός, Τρυφιόδ. (ὀρθ. Τριφ.,) 231· φ. ἐμπορίη, τὸ κατὰ θάλασσαν ἐμπόριον, Ἀνθ. Π. 7. 586· ― ὡσαύτως ἐν χρήσει μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., φοιτάσι πτεροῖς, διὰ φοιτώντων, πλανωμένων πτερῶν, Εὐρ. Φοίν. 1024, ἴδε Πόρσ. ἐν τόπῳ καὶ εἰς Εὐρ. Ὀρ. 264, Λοβεκ. Παραλ. 262, μεταγεν. καὶ μετ’ ἀρσ. οὐσιαστ., φοιτάδι μόχθῳ Ἰω. Γαζ. Ἔκφρ. 510.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
égaré, insensé ; φοιτὰς νόσος SOPH le mal d’un esprit égaré, folie.
Étymologie: φοιτάω.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
(κυρίως ως τ. θηλ. του επιθ. φοιταλέος)
1. (ως προσωνυμία της Κασσάνδρας και τών Βακχών) αυτή που περιφέρεται εδώ κι εκεί σαν παράφρων
2. (με σημ. επιθ.) α) μανιακή
β) (κατά το λεξ. Σούδα) (για οδό) πολυσύχναστη
3. (με σημ. ουσ.) πόρνη που περιφέρεται στους δρόμους
4. φρ. α) «φοιτὰς νόσος» — μανία, παραφροσύνη (Σοφ.)
β) «φοιτὰς ῥιπή» — η ασταθής κίνηση της φλόγας (Τρυφιόδ.)
γ) «φοιτὰς ἐμπορίη» — το εμπόριο που διεξάγεται μέσω τών θαλάσσιων οδών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. τυπ-άς)].