κρυπτεία
English (LSJ)
ἡ, (κρυπτεύω)
A secret service at Sparta, Pl.Lg.633b; employed against the Helots, Arist.Fr.538; ὁ ἐπὶ τῆς κ. τεταγμένος Plu.Cleom.28. II hiding-place, Agath.5.19 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1515] ἡ, bei den Lacedämoniern eine Uebung der Jünglinge im Stehlen u. Ueberlisten der Heloten, heimliche Helotenjagd, wobei selbst das Leben der Heloten preisgegeben wurde; Plat. Legg. I, 633 b, vgl. Schol. dazu; Plut. Lycurg. 28 Cleomen. 28.
Greek (Liddell-Scott)
κρυπτεία: ἡ, (κρυπτεύω) κρυφία ἀποστολή, εἰς ἣν ὑπεβάλλοντο οἱ νέοι τῆς Σπάρτης καὶ ἥτις ἦτο σφόδρα πολύπονος, διότι ἦσαν ἠναγκασμένοι νὰ περιπλανῶνται εἰς τὴν χώραν ἀνυπόδητοι ἐν ὥρᾳ χειμῶνος καὶ νὰ ὑφίστανται πολλὰς στερήσεις χάριν σκληραγωγίας, Πλάτ. Νόμ. 633Β· ἐχρησιμοποιοῦντο δὲ ὡσαύτως ὅπως ἐνεδρεύωσι καὶ φονεύωσι τοὺς Εἵλωτας, Ἀριστ. παρὰ Πλουτ. ἐν Λυκούργ. 28, πρβλ. Ἡρακλείδ. Ποντ. 2· ὁ ἐπὶ τῆς κρυπτείας τεταγμένος Πλουτ. Κλεομ. 28. Ὅρα λεξικ. Ἀρχαιοτήτων, ἐν λέξ. ― Τύπος τις κρυπτία ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλουτ. ἐν Λυκούργ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
cryptie, sorte de chasse aux Hilotes.
Étymologie: κρύπτω.
Greek Monolingual
κρυπτεία, ἡ (Α) κρυπτεύω
1. (στη Σπάρτη) θεσμός του λακωνικού πολιτεύματος που συνίστατο στη μυστική αποστολή και υπηρεσία στην οποία υποβάλλονταν εκλεκτοί Σπαρτιάτες νέοι για λόγους σκληραγωγίας και κατά τη διάρκειά της έστηναν ενέδρες και σκότωναν τους ρωμαλεότερους είλωτες («ἔτι δὲ καὶ κρυπτεία τις ὀνομάζεται θαυμαστῶς, πολύπονος πρὸς τὰς καρτερήσεις», Πλάτ.)
2. συνεκδ. το στρατιωτικό σώμα που απαρτιζόταν από τους νέους που μετείχαν στην κρυπτεία
3. κρύπτη, κρυψώνας.