βλάξ

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλάξ Medium diacritics: βλάξ Low diacritics: βλαξ Capitals: ΒΛΑΞ
Transliteration A: bláx Transliteration B: blax Transliteration C: vlaks Beta Code: bla/c

English (LSJ)

βλᾱκός, ὁ, ἡ,

   A stolid, stupid, Pl.Grg.488a; β. καὶ ἠλίθιος X.Cyr. 1.4.12; β. καὶ ἄφρων Arist.EE1247a18; θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας X.Oec.8.16, cf. Plb. 16.22.5; β. ἄνθρωπος Heraclit.87: usually of persons, but β. ἵππος, opp. θυμοειδής, X.Eq.9.12: Comp. βλακότερος or -ώτερος Id.Mem.4.2.40: Sup. βλακότατος or -ώτατος (but -ίστατος ap.Ath.) ib.3.13.4.    II name of a fish, ὃς ἐν τῷ συνουσιάζειν δυσαπολύτως ἔχει, Erot. s.v. βλακεύειν. (Perh. βλᾱ- < μλᾱ-, cf. Skt. ml[amacracute]yati 'become soft', μαλακός: Hsch., ἀπό τινος ἰχθύος δασώδους (leg. δυσώδους).)

German (Pape)

[Seite 447] (βλάζω, od. besser mit E. M. u. Buttm. Lexil. II S. 262 = μαλακός), gen. βλακός, schlaff, lässig, träge, bes. geistig, nicht regsam, dumm, VLL. ἀναίσθητος, μωρός; Plat. Gorg. 488 a; καὶ ἠλίθιος Xen. Cyr. 1, 4, 18; ἵππος, dem θυμοειδής entggstzt, Equ. 9, 12; Pol. 16, 22; superl. βλακίστατος Xen. Mem. 3, 13, 4, statt βλακώτατος zu schreiben, aus Ath. VII, 277 d. Vgl. auch βλακικός. – Bei Sp. = weichlich, schwelgerisch, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

βλάξ: βλᾱκός, ὁ, ἡ, μαλθακός, νωθρὸς τό τε σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, μωρός, ἠλίθιος, Πλάτ. Γοργ. 488Α, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 12· θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας ὁ αὐτ. Οἰκ. 8, 16· βλὰξ ἄνθρωπος Ἡρακλειτ. παρὰ Πλουτ. 2. 40F· συνήθως ἐπὶ προσώπων, ἀλλά, βλ. ἵππος, ἀντίθ. τῷ θυμοειδής, Ξεν. Ἱππ. 9, 12· - ἐν Ἀπομν. 4. 2. 40., 3. 13, 4, τὰ χφα παρέχουσι συγκρ. καὶ ὑπερθ. βλᾱκώτερος, βλᾱκώτατος· ἀλλ’ οἱ τύποι οὗτοι εἶναι βεβαίως ἐσφαλμένοι· ὁ Ἀθήν., 277D, ἀναφέρων τὸ πρῶτον τῶν ἀνωτέρω χωρίων, ἀναγιγνώσκει βλακίστατος, καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ ἴσως βλακικώτερος εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή. (√ΒΛΑΚ ἐν τοῖς βλάξ, βληχρὸς = √ΜΑΛΑΚ ἐν τοῖς μαλακός, πρβλ. βλώσκω, μολεῖν· ἴδε ἐν λ. μαλακός).

French (Bailly abrégé)

βλακός (ὁ, ἡ)
mou, indolent, paresseux, lâche;
Sp. βλακίστατος.
Étymologie: pour *μβλάξ, *μλάξ, de la R. Μλάξ, être mou ; cf. μαλακός, ἀμβλύς ; et pour μλ devenu βλ, cf. μολεῖν et βλώσκω, βροτός et lat. mortuus.

Spanish (DGE)

-ακός

• Morfología: [sup. -ίστατος Ath.277d]
I 1fatuo, bobo, ἄνθρωπος Heraclit.B 87, Pl.Grg.488a, X.Mem.4.2.40, β. ... καὶ ἠλίθιος X.Cyr.1.4.12, β. καὶ ἄφρων Arist.EE 1247a18, cf. Ael.Dion.β 16, Phryn.238.
2 palurdo, lerdo τοὺς δὲ ... ἀνδράποδα καὶ βλᾶκας διαμένειν (pensando que) aquellos seguían siendo unos esclavos y unos palurdos Plb.16.22.5.
3 blando, relajado, licencioso Ast.Am.Hom.1.2.4, Const.App.8.32.11, Eust.1405.33
de caballos lerdo X.Eq.9.12.
II como subst.
1 persona indolente, remolón βλᾶκες φύγεργοι Ar.Fr.672, θεὸς ... κολάζει τοὺς βλᾶκας X.Oec.8.16, cf. SB 11294.4 (I d.C.).
2 n. de un pez del tipo siluro, de ínfimo valor, Ar.Au. en Erot.28.16 (aunque quizá l. de Erot. a Au.1323), Paus.Gr.β 10, Hsch., Phot.β 150, Eust.1405.34.

• Etimología: v. βλαδύς.

Greek Monolingual

ο, η
βλ. βλάκας.