μητροπάτωρ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ,
A mother's father, grandfather, Il. 11.224, Hdt.1.75, 3.51, etc.
German (Pape)
[Seite 180] ορος, ὁ, der Vater der Mutter, der Großvater mütterlicherseits; Il. 11, 224; Her. 3, 51. 6, 131 u. Sp., wie Luc. Somn. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μητροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ τῆς μητρὸς πατήρ, πάππος πρὸς μητρός, Ἰλ. Λ. 224, Ἡρόδ. 1. 75., 3. 51, κλ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
aïeul maternel.
Étymologie: μήτηρ, πατήρ.
English (Autenrieth)
mother's father, maternal grandfather, Il. 11.224†.
Greek Monolingual
μητροπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
ο παππούς από την πλευρά της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεο-πάτωρ.