ἀργήεις
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
εσσα, εν: Dor. ἀργάεις, contr. ἀργᾶς, gen. ᾶντος: (v. ἀργός):—
A white, shining, ταῦρον ἀργᾶντα Pi.O.13.69; ἐν ἀργάεντι (v.l. ἀργινόεντι) μαστῷ Id.P.4.8; οἰωνός . . ἔξοπιν ἀργᾶς, = πύγαργος, prob. in A.Ag.115 (lyr.). 2 = ἀργεστής, ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. A.128, cf. 685.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργήεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀργάεις, συνῃρ. ἀργᾷς, γεν. ᾶντος, (ἴδε ἀργός): - λευκός, λάμπων, ταῦρον ἀργᾶντα, Πινδ. Ο. 13. 99˙ ἐν ἀργάεντι μαστῷ ὁ αὐτ. Π. 4. 14˙ καὶ οὕτως ἔπρεπε νὰ ἀναγνῶμεν ἀργᾷς ἀντὶ ἀργίας ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115˙ ἴδε ἐν λ. πύγαργος: - μετ’ οὐδ., ἀργῆντα χαλινὰ Ὀππ. Κ. 2. 140, ἐπὶ τοῦ Βορρᾶ, πρβλ. ἀργῆντες ἄελλαι Ὀρφ. Ἀργ. 685, ὡς τὸ ἀργεστής.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν ; gén. ήεντος;
p. contr. ἀργῇς, ῆσσα, ῆν ; gén. ῆντος;
c. ἀργής.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Alolema(s): dór. ἀργάεις Pi.O.13.69; contr. ἀργᾶς, -ᾶντος A.A.115
• Morfología: [nom. fem. plu. ἀργήεις Nic.Fr.74.26]
1 blanco brillante ταῦρον ἀργάεντα Pi.l.c., οἰωνός ... ἐξόπιν ἀργᾶς águila de cola blanca A.l.c., κάλυκες ... ἀργήεις πετάλοισι flores en forma de copa de pétalos blancos Nic.l.c., χώρη τις ... ἀργήεσσα χιὼν ὥς Heliod.SHell.472.3.
2 que aclara el cielo ἀργήεσσιν ἀέλλαις con vientos de tormenta que aclaran el cielo Orph.A.125.
Greek Monolingual
ἀργήεις, -εσσα, -εν και ἀργάεις και ἀργᾷς (-ᾱντος) (Α)
1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.)
2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή- του αργής, τ. επιτεταμένος με το επίθημα -Fεντ- (πρβλ. δενδρήεις, θυήεις, μεσήεις κ.ά.)].