ἄπαρνος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπαρνος Medium diacritics: ἄπαρνος Low diacritics: άπαρνος Capitals: ΑΠΑΡΝΟΣ
Transliteration A: áparnos Transliteration B: aparnos Transliteration C: aparnos Beta Code: a)/parnos

English (LSJ)

ον, (ἀρνέομαι)

   A denying utterly, ἄ. ἐστι μὴ νοσέειν Hdt.3.99, cf. Antipho 1.9 and 10: c. gen., ἄ. οὐδενὸς καθίστατο she denied nothing, S.Ant.435.    II Pass., denied, ᾇ . . οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει to whom nothing is denied, A.Supp.1039 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 280] (ἀρνέομαι), nach B. A. p. 8 σεμνότερον καὶ πολιτικώτερον als ἔξαρνος, verweigernd, abschlagend, Aesch. Suppl. 1023, in einer sehr unsicheren Stelle, wo es Andere pass. erkl.; läugnend, ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο Soph. Ant. 431; ἄπαρνός ἐστι μή μιν νοσέειν Her. 3, 99; οὖσα Antiph. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπαρνος: -ον, (ἀρνέομαι) ὁ παντελῶς ἀρνούμενος, ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν Ἡρόδ. 3. 99, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 27, 32: ὡσαύτως μετὰ γεν., ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο, οὐδὲν ἠρνεῖτο, Σοφ. Ἀντ. 435. ΙΙ. παθ. ἀπηρνημένος, ᾇ τ’ οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει, ἤτοι οὐδεμίαν ἄρνησιν λαμβάνει, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1040.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nie, gén. : ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο SOPH elle ne niait rien;
2 refusé à, τινι.
Étymologie: ἀπαρνέομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 negado ᾅ τ' οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει ... Πειθοῖ a Persuasión, a la que nada se niega A.Supp.1039.
2 que niega c. gen. ἄ. δ' οὐδενὸς καθίστατο no negó nada S.Ant.435
c. μή e inf. ἄ. ἐστι μὴ ... νοσέειν niega estar enfermo Hdt.3.99, ταύτην τε οὐκ οὖσαν ἄπαρνον ella no negaba ser culpable Antipho 1.9, cf. 10, abs. D.C.37.26.2.

Greek Monolingual

ἄπαρνος, -ον (Α)
1. αυτός που αρνείται τελείως κάτι
2. παθ. αυτός που τον έχουν απαρνηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαρνούμαι, με μεταρρηματικό σχηματισμό (πρβλ. έξαφνος)].