ἀπογυμνόω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
A strip bare, esp. of arms: hence, in Pass., μή σ' ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃ Od.10.301; ἀπογυμνωθείς with the person exposed, Hes.Op.730; ἀ. τινά vanquish, Thphr.Char.7.4:— Med., strip oneself, X.Mem.3.4.1; ἀπογυμνοῦσθαι τὰ ἱμάτια strip off one's clothes, Arist.Pr.866a21:—Pass., τῆς σχέσεως Them.in Ph. 26.8. 2 metaph., lay open, reveal, explain, Paus.4.22.4, App.BC 1.57; σόφισμα Jul.Mis.357c. 3 Pass., become visible, of land from the sea, Str.1.1.20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογυμνόω: ἐντελῶς ἀπεκδύω, γυμνώνω τινά, κυρίως ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα αὐτοῦ, ἀφοπλίζω, ὅθεν ἐν τῷ παθ., μή σ’ ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θείῃ Ὀδ. Κ. 301· μὴ δ’ ἀπογυμνωθῇς, μηδὲ νὰ ἐκθέσῃς γυμνὸν τὸ σῶμά σου (ἕνεκα φυσικῆς ἀνάγκης), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 728: - Μέσ., γυμνώνω ἐμαυτόν, «ξεγυμνώνομαι» Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1· ἀπογυμνοῦσθαι τὰ ἱμάτια Ἀριστ. Πρβλ. 1. 55, 3. 2) μεταφ., ἀνοίγω, ἀποκαλύπτω, ἀναπτύσσω, Παυσ. 4. 22, 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre à nu;
Moy. ἀπογυμνόομαι-οῦμαι se mettre à nu.
Étymologie: ἀπό, γυμνός.
English (Autenrieth)
(γυμνός), aor. pass. part. ἀπογυμνωθέντα: denude, strip, Od. 10.301†.
Spanish (DGE)
I 1desnudarse en v. med.-pas. μή σ' ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃ Od.10.301, cf. Hes.Op.730, X.Mem.3.4.1
•de vestidos quitarse ἀπογυμνοῦσθαι τὰ ἱμάτια Arist.Pr.866a21
•en sent. fig. c. gen. ser privado de τῆς σχέσεως Them.in Ph.26.8, τῆς μακαριότητος Gr.Nyss.Or.Catech.43.4
•de partes del cuerpo descubrir en v. act. τὴν γαστέρα D.C.61.13.5, cf. PEnteux.79.7 (III a.C.).
2 desarmar, vencer τοὺς καθ' ἕνα Thphr.Char.7.3.
II fig.
1 tr. revelar, explicar τὸ ἐνθύμημα App.BC 1.57, τὸ σόφισμα Iul.Mis.357c, cf. Paus.4.22.4, M.Ant.6.13, Hsch., en v. med. πολλά Plu.2.645b.
2 intr. en v. med. hacerse visible la tierra desde el mar, Str.1.1.20.