ἀπόπεμψις

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπεμψις Medium diacritics: ἀπόπεμψις Low diacritics: απόπεμψις Capitals: ΑΠΟΠΕΜΨΙΣ
Transliteration A: apópempsis Transliteration B: apopempsis Transliteration C: apopempsis Beta Code: a)po/pemyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A sending away, dispatching, τῶν κατασκόπων Hdt 7.148.    2 dismissal, divorcing, D.59.59; δίκη ἀποπέμψεως Lys. Fr.307S.

German (Pape)

[Seite 318] ἡ, Entlassung, Her. 7, 148; Verstoßung einer Frau, Dem. 59, 59.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπεμψις: -εως, ἡ, τὸ πέμπειν ὀπίσω, μετὰ τὴν ἀπόπεμψιν τῶν κατασκόπων Ἡρόδ. 7. 148. 2) ἀποπομπή, ἀπόλυσις, διάζευξις, καὶ τὴν ἀπόπεμψιν τῆς ἀνθρώπου Δημ. 1365. 12, πρβλ. τὴν λέξ. ἀπόλειψις. 3) δίκη ἀποπέμψεως Λυσ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 31.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
envoi.
Étymologie: ἀποπέμπω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 despacho, envío τῶν κατασκόπων Hdt.7.148.
2 repudio, divorcio τῆς ἀνθρώπου D.59.59, (sc. δίκη) ἀποπέμψεως Lys.Fr.116Th.
3 conjuro, Tz.Comm.Ar.1.127.12.

Greek Monolingual

ἀπόπεμψις, η (Α)
1. η αποπομπή
2. το να επιστρέφει κανείς κάτι
3. το διαζύγιο.