ἀφανδάνω
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
English (LSJ)
Ion. aor. inf.
A ἀπαδεῖν Hdt.2.129:—displease, not to please, εἰ δ' ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Od.16.387; σοὶ τἄμ' ἀφανδάνοντ' ἔφυ S.Ant.501.
German (Pape)
[Seite 407] (s. ἁνδάνω), mißfallen, praes. Od. 16, 387; Soph. Ant. 497; – aor. ion. ἀπαδεῖν, Her. 2, 129.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφανδάνω: μέλλ. ἀφαδήσω· Ἰων. ἀόρ. ἀπαρεμφ. ἀπαδεῖν Ἡρόδ. 2. 129: - ἀπαρέσκω, δυσαρεστῶ, εἰ δ’ ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Ὀδ. Π. 387· σοί τἄμ’ ἀφανδάνοντ’ ἔφυ Σοφ. Ἀντ. 501.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et inf. ao.2 ion. ἀπαδεῖν;
déplaire, n’être pas agréable à, τινι.
Étymologie: ἀπό, ἁνδάνω.
English (Autenrieth)
displease; μῦθος ἀφανδάνει, Od. 16.387†.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. inf. jón. ἀπαδεῖν Hdt.2.129]
desagradar, disgustar εἰ δ' ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Od.16.387, τῷ τὰ ... τοῦ πατρὸς ἔργα ἀπαδεῖν Hdt.l.c., σοὶ τἄμ' ἀφανδάνοντ' ἔφυ para ti mis palabras son de por sí desagradables S.Ant.501.
Greek Monolingual
ἀφανδάνω (Α)
δεν προκαλώ ευχαρίστηση, δυσαρεστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + ανδάνω «είμαι αρεστός σε κάποιον, τέρπω, ευχαριστώ»].