βεβαιότης

From LSJ
Revision as of 12:20, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβαιότης Medium diacritics: βεβαιότης Low diacritics: βεβαιότης Capitals: ΒΕΒΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: bebaiótēs Transliteration B: bebaiotēs Transliteration C: vevaiotis Beta Code: bebaio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A steadfastness, stability, τῆς οὐσίας Pl.Cra.386a; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ζῆν Id.R.503c, cf. Lg.735a, 790b, Arist. EN1100b12.    2 assurance, certainty, Pl.Phdr.277d; security, safety, βεβαιότητος ἕνεκα Th.4.66; β. καὶ ἀσφάλεια Plu.Fab.19.

German (Pape)

[Seite 440] ητος, ἡ, Festigkeit, Sicherheit, Zuverlässigkeit, Thuc. 4, 66; οὐσίας Plat. Crat. 386 a; μετὰ β. καὶ ἡσυχίας ζῆν Rep. VI, 503 c u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαιότης: -ητος, ἡ, σταθερότης, στερεότης, εὐστάθεια, τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· μετὰ βεβαιότητος, κατὰ τρόπον βέβαιον, σταθερόν, ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. Πολ. 503C· πρβλ. Νόμ. 735Α, 790Β. 2) βεβαιότης, πεποίθησις, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 277D· ἀσφάλεια, βεβαιότητος ἕνεκα Θουκ. 4. 66.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 solidité, stabilité;
2 sécurité, sûreté.
Étymologie: βέβαιος.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 firmeza, estabilidad τῆς οὐσίας Pl.Cra.386a, μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ... ζῆν Pl.R.503c, ἐν τοῖς τρόποις Pl.Lg.735a, θέσεως Pl.Lg.790b, περὶ οὐδὲν ... ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων β. Arist.EN 1100b13, προσώπου Aq.Ps.59.6, cf. Sm.35.6.
2 seguridad, certeza βεβαιότητα ἡγούμενος καὶ σαφήνειαν Pl.Phdr.277d
garantía ἐφρούρουν βεβαιότητος ἕνεκα τῶν Μεγάρων Th.4.66, ποιησάμενοι ... πρὸς Ἀθηναίους ... βεβαιότητα Th.4.51, cf. Plu.Fab.19
lealtad ἔνδηλόν τι ποιεῖν τοῖς Ἀθηναίοις βεβαιότητος πέρι Th.4.132.