ἀπολαγχάνω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολαγχάνω Medium diacritics: ἀπολαγχάνω Low diacritics: απολαγχάνω Capitals: ΑΠΟΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: apolanchánō Transliteration B: apolanchanō Transliteration C: apolagchano Beta Code: a)polagxa/nw

English (LSJ)

   A obtain a portion of a thing by lot, λαγχάνειν ἄπο μοῖραν ἐσθλῶν B.4.20; τῶν κτημάτων τὸ μέρος ἀ. Hdt.4.114, cf. 115; τὴν Ταναγρικὴν μοῖραν Id.5.57; τῆς γῆς Id.4.145; μόριον ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε Id.7.23; ὡς ἀλλὰ ταῦτά γ' ἀπολάχωσ' οἴκων πατρός that they may obtain .., E.HF331; cf. Antipho Fr.63, Leg.Gort.5.4, al.    II fail in drawing lots, ἀ. κριτής Lys.4.3, cf. Plu. Cat.Mi.6, 2.102e: generally, lose one's all, be left destitute, E.Ion609.

German (Pape)

[Seite 310] (s. λαγχάνω), 1) durchs Loos von etwas bekommen, τῶν κτημάτων τὸ μέρος Her. 4. 114. 115; vgl. 7, 23; übh. erhalten, bekommen, Eur. Herc. fur. 330. – 2) nicht durchs Loos erhalten, wie ἀπο. τυγχάνω, Eur. Ion. 621; Plut. Cat. min. 6; ἐβουλόμην ἂν μὴ ἀπολαχεῖν αὐτὸν κριτήν Lys. 4, 3, daß er durchs Loos zum Richter bestimmt wäre.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι: ― λαμβάνω ὡς μερίδιον, λαμβάνω μερίδιον διὰ κληρώσεως, ἀπολαχόντες τῶν κτημάτων τὸ ἐπιβάλλον Ἡρόδ. 4. 115· τὸ μέρος 114· ἀπολαχόντες τὴν Ταναγρικὴν μοῖραν ὁ αὐτ. 5. 57, πρβλ. 4. 145· μόριον ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε ὁ αὐτ. 7. 23· ὡς… ταῦτά γ’ ἀπολάχωσ’ οἴκων πατρὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 331. 2) λαγχάνω, «ἀπολαχεῖν, ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ λαχεῖν», Ἀντιφῶν ἐν τῷ κατὰ Φιλίνου, κτλ., Ἁρποκρ., ἴδε λαγχάνω Ι. 2. ΙΙ. ἀποτυγχάνω ἐν τῇ κληρώσει, Λυσ. 101, 3, Πλούτ. Κάτων Νεώτ. 6., 2.102Ε: καθόλου, χάνω πᾶν ὅ,τι ἔχω, μένω ἔρημος πάντων, Εὐρ. Ἴων 609.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπολήξομαι, ao.2 ἀπέλαχον;
1 obtenir par le sort une part de, acc.;
2 ne pas obtenir du sort.
Étymologie: ἀπό, λαγχάνω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [part. aor. cret. ἀπολα[κ] όνσα ICr.4.72.5.4 (Gortina V a.C.)]
I tr. recibir una parte por suerte μοῖραν ἐσθλῶν B.4.20, τῶν κτημάτων τὸ μέρος Hdt.4.114, τὴν Ταναγρικὴν μοῖραν Hdt.5.57, μόριον Hdt.7.23, ὡς ἀλλὰ ταῦτά γ' ἀπολάχωσ' οἴκων πατρός E.HF 331, κρέματα ICr.l.c.
II intr.
1 gener. fallarle a uno la suerte E.Io 609, Plu.Cat.Mi.6.
2 no ser elegido para un cargo público, c. pred. del suj. κριτής Lys.4.3, cf. Plu.2.102e.

Greek Monolingual

ἀπολαγχάνω (Α)
λαγχάνω
1. παίρνω μερίδιο με κλήρο
2. αποτυχαίνω σε κλήρωση
3. τα χάνω όλα, μένω έρημος.