διασκάπτω
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
Dor. 3pl. fut.
A -σκάψοντι Tab.Heracl.1.131:—dig through, ἰσθμόν Paus.2.1.5; δ. τὰ τείχη make a breach in them, Lys. 13.14; ῥόως τῷ ὕδατι make a breach for water in the canals, Tab.Heracl. l. c., cf. Ph.Bel.98.27: also c. gen., τοῦ τείχους Plu.Pyrrh. 33; excavate, τάφον Charito 8.7.
German (Pape)
[Seite 602] durchgraben, ganz niederreißen, τὰ μακρὰ τείχη Lys. 13, 14, u. Sp., z. B. τάφον Charit. 8, 7; auch τείχους, ein Stück der Mauer, Plut. Pyrrh. 83.
Greek (Liddell-Scott)
διασκάπτω: σκάπτων διανοίγω ἢ ἀνατρέπω, καταστρέφω, Παυσ. 2. 1, 5· δ. τὰ τείχη Λυσ. 131. 5· ὡσαύτως μετὰ γεν., τοῦ τείχους Πλούτ. Πύρρ. 33.
French (Bailly abrégé)
fouiller, creuser.
Étymologie: διά, σκάπτω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. fut. 3a plu. διασκάψοντι TEracl.1.131 (IV a.C.)]
1 horadar, abrir excavando c. ac. objeto ὅλα τὰ μακρὰ τείχη Lys.13.14, Μίμαντα (ὄρος) Paus.2.1.5, τὸν ἐπέκεινα τόπον Plu.2.924c, cf. D.S.20.36, τόν τε Κορίνθιον Ἰσθμόν Plu.Caes.58, τὴν οἰκίαν Plu.2.213d, τὸν τάφον Charito 8.7.7, τὰ περὶ τὴν ἑστίαν Ael.VH 6.9, en v. pas. Ael.NA 13.6, c. gen. τοῦ τείχους Plu.Pyrrh.33, c. ac. de resultado ὁδὸν στενήν D.S.14.48
•abs. hacer una excavación D.Chr.32.88.
2 desviar por medio de una excavación τὼς ῥόως TEracl.l.c.
3 escarbar (ταῦρος) διασκάπτων τὴν ἐν ποσὶ γῆν Philostr.Iun.Im.4.1.
Greek Monolingual
(AM διασκάπτω)
1. ανοίγω αυλάκι σκάβοντας
2. καταστρέφω, ανατρέπω
3. ανασκάπτω, ξεσκάβω.