εἰδωλολάτρης

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδωλολάτρης Medium diacritics: εἰδωλολάτρης Low diacritics: ειδωλολάτρης Capitals: ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΗΣ
Transliteration A: eidōlolátrēs Transliteration B: eidōlolatrēs Transliteration C: eidololatris Beta Code: ei)dwlola/trhs

English (LSJ)

ου, ὁ, ἡ,

   A idol-worshipper, idolater, ib. 5.10, etc.

German (Pape)

[Seite 725] ὁ, Götzendiener, N. T. u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδωλολάτρης: -ου, ὁ, ἡ, ὁ λατρεύων, προσκυνῶν εἴδωλα, Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α. ε΄, 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
idolâtre.
Étymologie: εἴδωλον, λατρεύω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ idólatra μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις ... καὶ ἅρπαξιν ἢ εἰδωλολάτραις no tratar con fornicadores ... ni con saqueadores o idólatras 1Ep.Cor.5.10, cf. Apoc.21.8, de crist. que consultaban a falsos profetas, Herm.Mand.11.4, μετὰ τελωνῶν καὶ εἰδωλολατρῶν ἀνεκλίθη dicho de Cristo, Manes 92.13, cf. 93.5, identificado con el hombre avaro, Gr.Naz.M.37.883A, εἰδωλολάτρας ... μιμούμενος Amph.Seleuc.205, ἔστιν ἀκάθαρτος ὁ εἰ. Chrys.M.61.154.

English (Strong)

from εἴδωλον and the base of λατρεύω; an image- (servant or) worshipper (literally or figuratively): idolater.

English (Thayer)

ἐιδωλολατρου, ὁ (εἴδωλον, and λάτρις i. e. a hireling, servant, slave), a worshipper of false gods, an idolater, (Tertullian idololatres): Prayer of Manasseh , as a worshipper of Mammon, Winer's Grammar, 100 (94 f)).)

Greek Monolingual

ο (θηλ. ειδωλολάτρισσα) (Α εἰδωλολάτρης, ο, η, θηλ. και εἰδωλολάτρις
Μ εἰδωλολάτρης, θηλ. εἰδωλολάτρισσα)
αυτός που λατρεύει τα είδωλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είδωλον + -λάτρης < λάτρον. Η λ. ειδωλολάτρης πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Καινή Διαθήκη παράλληλα με τη λ. εθνικός για να δηλώσει αυτόν ο οποίος δεν είναι οπαδός μονοθεϊστικής θρησκείας εν αντιθέσει προς τον χριστιανό και παλαιότερα τον Ιουδαίο. Η λ. εθνικός είναι αρχαία και αρχικά δήλωνε αυτόν που ανήκει στο έθνος αλλά αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τους Ιουδαίους συγγραφείς ως χαρακτηρισμός για κάθε μη Ιουδαίο και έπειτα από τους χριστιανούς για κάθε μη χριστιανό (βλ. και λ. έθνος). Μεταξύ τών δύο λέξεων δεν υπάρχει σαφής διάκριση, αλλά πιθ. η λ. ειδωλολάτρης είχε εντονότερα μειωτική σημασία, όπως δείχνει και ο σχηματισμός της: «αυτός που λατρεύει τα είδωλα, τα ομοιώματα». Στη νέα Ελληνική χρησιμοποιείται κυρίως η λ. ειδωλολάτρης, από την οποία προήλθαν οι ευρέως διαδεδομένοι τύποι τών άλλων γλωσσών
πρβλ. λατ. εκκλ. idolatre, αγγλ. idolater, γαλλ. idolatre].