εὐρύστερνος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ον,
A broad-breasted, Γαῖ' εὐ. Hes.Th.117; οὐρανός APl.4.303, Orph.L.645; Ἀθάνα Theoc.18.36: later in Prose, Gal.4.629; of Poseidon, Corn.ND22.
German (Pape)
[Seite 1095] mit breiter Brust, stark, Ἀθάνα Theocr. l 8, 36; vgl. Orph. Lith. 542; γαῖα, die breite Erde, Hes. Th. 117; οὐρανός Ep. ad. 495 (Plan. 303); Orph. Lith. 639.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύστερνος: -ον, ἔχων εὐρέα στέρνα, Γαῖ᾿ εὐρύστερνος Ἡσ. Θ. 117· οὐρανὸς Ἀνθ. Πλαν. 303, Ὀρφ. Λιθ. 639· Ἀθάνα Θεόκρ. 18. 36· Ποσειδῶν Χριστοδ. Ἔκφρ. 65· ― πρβλ. εὐρύκολπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la large poitrine, au large sein.
Étymologie: εὐρύς, στέρνον.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐρύστερνος, -ον)
αυτός που έχει πλατύ στέρνο, πλατύ στήθος, ο πλατύστερνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + στέρνον.