εὔειρος
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
ον, (εἶρος, ἔριον)
A with or of good wool, fleecy, Hp.Mul.2.187 (Sup.), AP7.657 (Leon.):—Att. εὔερος (cf. Phryn. 122) S.Tr.675 (Lob. for εὐείρῳ); εὔερόν τ' ἄγραν (Schneidew. for εὔκερών τ') Id.Aj. 297; εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον Ar.Av.121; γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν Cratin. 175: heterocl. acc. pl. εὔειρας v.l. for ἐτῆρας, S.Fr.751.
German (Pape)
[Seite 1064] schönwollig, Hippocr.; οἶες, Leon. Tar. 98 (VII, 657). S. εὔερος,
Greek (Liddell-Scott)
εὔειρος: -ον, (εἶρος, ἔριον) ἔχων ἔριον καλὸν ἢ ἐκ καλοῦ ἐρίου, Ἱππ. 666. 41 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Ἀνθ. Π. 7. 657: - Ἀττ. εὔερος Σοφ. Τρ. 675 (κατὰ Λοβέκ. ἀντὶ εὐείρου)· εὔερόν τ’ ἄγραν, δηλ. πρόβατα, (εὔερον κατὰ Schneidew., εὔκερών τ’, κατὰ τὰ ἀντίγραφα) ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 297, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον Ἀριστοφ. Ὄρν. 121· γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν, «οἷον μαλακὴν ὥσπερ σισύραν εὐέρτον» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ άνωτ.), Κρατῖνος ἐν «Πυλαίᾳ» 6. - Περὶ τοῦ Ἀττ. τύπου ἴδε Φρύν. 146 καὶ Λοβ. ἐν τόπῳ· περὶ δὲ τῆς ἑτερόκλ. αἰτ. εὔειρας ἀντὶ εὐέρους ἴδε ἐν λ. ἐτήρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une belle laine, d’une laine abondante.
Étymologie: εὖ, εἶρος.
Greek Monolingual
εὔειρος και αττ. τ. εὔερος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλό έριο, μαλλί, ο βαθύμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + είρος «μαλλί»].