κακόχαρτος
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
ον,
A rejoicing in evil, Ἔρις, ζῆλος, Hes.Op.28, 196, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1305] der sich über Anderer Unglück freu't, schadenfroh, Hes. O. 28. 193. Nach Andern auch = worüber sich Böse freuen.
Greek (Liddell-Scott)
κακόχαρτος: -ον, χαιρέκακος, χαίρων ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις κακοῖς, Ἔρις κακόχαρτος, «ἡ χαίρουσα ἐν τοῖς κακοῖς, ἢ ἐν ᾗ χαίρουσιν οἱ κακοὶ» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 28. 194.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se réjouit du malheur d’autrui.
Étymologie: κακός, χαίρω.
Greek Monolingual
κακόχαρτος, -ον (Α)
αυτός που χαίρεται για τις ξένες συμφορές, χαιρέκακος («Ἔρις κακόχαρτος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + χαρτός «αυτός που χαροποιεί» (< χαίρω)].