κορακῖνος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορακῖνος Medium diacritics: κορακῖνος Low diacritics: κορακίνος Capitals: ΚΟΡΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: korakînos Transliteration B: korakinos Transliteration C: korakinos Beta Code: koraki=nos

English (LSJ)

ὁ,

   A young raven, Ar. Eq.1053.    2 = κορακίας, Hsch.    II a fish, Epich.44, Ar.Lys. 560, Philyll.13.3, Alex.18, Numen. ap. Ath.7.308e, Arist.HA610b5; found in the Nile, Str.17.2.4, J.BJ3.10.8, PFay.116.4 (ii A. D.); so called from its black colour, Opp.H.1.133; acc. to Ath.7.309a διὰ τὸ τὰς κόρας κινεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

κορᾰκῖνος: ὁ, (κόραξ) μικρός, νέος κόραξ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1053. ΙΙ. ἰχθύς τις ὅμοιος τῇ πέρκῃ, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 560, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 308 κἑξ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1, κ. ἀλλ.· φέρεται κοράκινοι παρ’ Ἐπιχάρμ. 28 Ahr.· ― ἰδίως εὑρισκόμενος ἐν τῷ Νείλῳ, Στράβ. 823, Πλίν.· καλούμενος οὕτως ἐκ τοῦ μέλανος αὐτοῦ χρώματος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 133· ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. 309, ἀπὸ τοῦ κόρας κινεῖν! πρβλ. κορᾰκῑνίδιον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 jeune corbeau;
2 coracin, poisson de mer, ou du Nil.
Étymologie: κόραξ.

Greek Monolingual

κορακῑνος, ὁ (ΑM)
είδος θαλάσσιου ψαριού που ονομάστηκε έτσι για το μαύρο χρώμα του («ὅλως δὲ ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε
θυννίδες... κορακῑνοι», Αριστοτ.)
αρχ.
1. μικρός κόρακας, κορακόπουλο
2. (κατά τον Ησύχ.) κορακίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. κυπρ-ίνος, χυτρ-ίνος)].