λείψανον
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
τό, (λείπω)
A piece left, remnant, Ἀργοῦς E.Med.1387: metaph., of a man, λ. φίλων, Φρυγῶν, Id.El.554, Tr.716; τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Pl.Criti.110e, cf. 111a; δάκρυα . . στοργᾶς λείψανον AP7.476 (Mel.); μειδιάματος λ. traces of a smile, Chor.in Rev.Phil.1.230. 2 freq. in pl., remains of the dead, λείψαν' ἐκβάλλειν κυσίν E.Fr.469; λείψανα θανόντος S.El.1113; τὰ λ. τοῦ σώματος Pl.Phd. 86c; βωμὸς λ. φωτὸς ἔχει CIG (add.) 4079b (Ancyra), al.; but λ. τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν their deeds, good name, etc., E.Andr.774 (lyr.); remnants of youth, Ar.V.1066 (lyr.); λ. τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων sequels to... Longin.9.12.
German (Pape)
[Seite 27] τό, Ueberbleibsel, Ueberrest, Eur. Med. 1387 u. öfter; Ar. Vesp. 1066; auch von Todten, αὐτοῦ θανόντος, Soph. El. 1113; sp. D., wie in Prosa, τοῦ σώματος Plat. Phaed. 86 c; τὰ τοῦ πατρός Hdn. 3, 15, 15.
Greek (Liddell-Scott)
λείψᾰνον: τό, (λείπω) τεμάχιον ἀπολειφθέν, θραῦσμα, ὑπόλοιπον, τὸ ἀπομένον, Ἀργοῦς Εὐρ. Μήδ. 1387· μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου, λείψανον φίλων, Φρυγῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 554, Τρῳ. 711· τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Πλάτ. Κριτί. 110Ε, πρβλ. 111Α· δάκρυα... στοργᾶς λείψανον Ἀνθ. ΙΙ. 7. 476. 2) συχνάκις ἐν τῷ πληθ., λείψανα, ὑπόλοιπα, «ἀπομεινάρια», «λείψανον» (νεκροῦ), Λατ. reliquiae, λείψαν’ ἐκβάλλειν κυσὶν Εὐρ. Ἀπόσπ. 472· θανόντος λείψανα Σοφ. Ἠλ. 1113· τὰ λ. τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 86C· βωμὸς λ. φωτὸς ἔχει Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4079b, κ. ἀλλ.· - ἀλλά, ἀγαθῶν ἀνδρῶν λ., εἶναι τὰ καλὰ αὐτῶν ἔργα, τὸ καλὸν ὄνομα, κτλ., Εὐρ. Ἀνδρ. 774· λείψανα, ἀπομεινάρια νεότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1066· λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων, τὰ ἑπόμενα τῶν..., Λογγῖν. 9. 12.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
reste ; τὰ λείψανα restes d’un mort.
Étymologie: λείπω.