μητίετα

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητίετα Medium diacritics: μητίετα Low diacritics: μητίετα Capitals: ΜΗΤΙΕΤΑ
Transliteration A: mētíeta Transliteration B: mētieta Transliteration C: mitieta Beta Code: mhti/eta

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, Ep. for μητιέτης,

   A counsellor, freq. in Hom., as epith. of Ζεύς, all-wise, Il.1.175, al. [μητιετᾰ, though in Hom. ᾱ always by position; later μητιέτης Corn.ND20; acc. μητιέτην, of a man, IG5 (2).156 (Tegea).]

German (Pape)

[Seite 178] bei Hom. u. Hes. in der häufig wiederkehrenden Vrbdg μητίετα Ζεύς, =

Greek (Liddell-Scott)

μητίετα: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μητιέτης, σύμβουλος, φρόνιμος, συνετός, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διός, πάνσοφος, κατὰ τὸν Δοιδεριλ., πολύβουλος, ἐπινοητικός. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μῆτις· πρβλ. ὀφιήτης, πολιήτης) [μητιετᾰ, ἂν καὶ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ᾱ ἐν θέσει].

French (Bailly abrégé)

adj. m.
touj. avec le nomin. Ζεύς ou le voc. Ζεῦ;
prudent, sage.
Étymologie: μῆτις.

English (Autenrieth)

(μητίομαι), nom., for -της: counselling, ‘all-wise,’ epith. of Zeus.

Greek Monolingual

μητίετα, ὁ (Α)
(επικ. τ.)
1. αυτός που συμβουλεύει, φρόνιμος, συνετός
2. (ως επίθ. του Δία) πάνσοφος, επινοητικόςμητίετα Ζεύς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κλητική προσφώνηση κατά το νεφεληγερέτα, πιθ. υποκατάστατο ενός αμάρτυρου τ. μητῖτα < μῆτις (Ι)].