μουσουργός

From LSJ
Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσουργός Medium diacritics: μουσουργός Low diacritics: μουσουργός Capitals: ΜΟΥΣΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: mousourgós Transliteration B: mousourgos Transliteration C: mousourgos Beta Code: mousourgo/s

English (LSJ)

όν, Ion. μουσοεργός Hp.Nat.Puer.13,

   A cultivating music: Subst., singing girl, Hp. l.c., X.Cyr.4.6.11, Theopomp.Hist.111 (a), Com.Adesp.15.18 D.; ὀρχηστρίδες καὶ μ. Luc.Am.10, cf. Hippoloch. ap. Ath.4.129a: also masc., musician, J.AJ15.2.5, Corp.Herm.18.1, S.E.P.1.54.

German (Pape)

[Seite 211] ὁ, der sich mit den Musenkünsten beschäftigt, spielt, singt od. dichtet, gew. ἡ, Tonkünstlerinn, Xen. Cyr. 4, 6, 11. 5, 1, 1; Plut. Timol. 14; bei Ath. IV, 129 a zwischen αὐλητρίδες u. σαμβυκίστριαι genannt; ὀρχηστρίδων καὶ μουσουργῶν χορός, Luc. am. 10; Ael. V. H. 7, 2. Auch S. Emp. pyrrh. 1, 54, von einem Flötenbläser.

Greek (Liddell-Scott)

μουσουργός: -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ μουσοεργὸς (ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Ἱπποκρ. 236. 29), ὁ ἀσχολούμενος εἰς τὴν μουσικήν: ὡς οὐσιαστ., κοράσιον ᾆδον, ψάλτρια, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 11, Θεοπόμπ. Ἱστ. 126· ὀρχηστρίδες καὶ μ. Λουκ. Ἔρωτ. 10, πρβλ. Ἱππόλοχ. ἐν Ἀθην. 129Α.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui cultive la musique ; ὁ, ἡ μουσουργός chanteur, chanteuse.
Étymologie: μοῦσα, ἔργον.

Greek Monolingual

ο, η (Α μουσουργός, ιων. τ. μουσοεργός)
αυτός που ασχολείται με τη μουσική τέχνη
νεοελλ.
συνθέτης μουσικών έργων, μουσικοσυνθέτης
αρχ.
αοιδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ-ουργός].