νεωτερισμός
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English (LSJ)
ὁ,
A attempt to change; esp. in bad sense, innovation, revolutionary movement, Pl.R.422a, 555d, D.17.15, etc.: pl., Pl.Lg.758c; ἔφορος ἐπὶ τῶν ν., title of official at Sparta, BSA27.234 (ii A.D.). 2 generally, change, as of diet, Sabin. ap. Gal.17(1).562.
Greek (Liddell-Scott)
νεωτερισμός: ὁ, ἐπιχείρησις πρὸς μεταβολήν· ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, κίνησις, στάσις, rerum novarum studium, Πλάτ. Ρητ. 422Α, 555D, Δημ. 215· 26, κλ.· ἐν τῷ πληθ. Πλάτ. Νόμ. 758C· πρβλ. νεωτερίζω.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
goût ou penchant pour les nouveautés ; innovation, révolution.
Étymologie: νεωτερίζω.
Greek Monolingual
ο (Α νεωτερισμός) νεωτερίζω
1. (γενικά) ενέργεια που γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί μεταβολή, πρωτοτυπία καινοτομία
νεοελλ.
1. μεταβολή στη σκέψη, στις αντιλήψεις ή στον τρόπο ζωής, υιοθέτηση νέων ιδεών ή συστημάτων
2. μόδα, συρμός
3. (στο εμπόριο) νέες μορφές και νέοι τύποι αγαθών που προσφέρονται στην κατανάλωση κατά τις επιταγές της μόδας
4. (οικον.) οι καινοτομίες στην αξιοποίηση τεχνικών και οικονομικών ιδεών και εφευρέσεων που γίνονται από επιχειρηματίες με σκοπό την αύξηση της κατανάλωσης τών παραγόμενων ειδών και τών κερδών τους
5. φρ. «κατάστημα νεωτερισμών» — παρωχημένος όρος για εμπορικά καταστήματα ειδών μόδας
αρχ.
1. στάση, κίνημα, επανάσταση
2. μεταβολή στον τρόπο διατροφής
3. φρ. «ἔφορος επὶ τῶν νεωτερισμῶν» — τίτλος δικαστικού υπαλλήλου στη Σπάρτη.