ποθή

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθή Medium diacritics: ποθή Low diacritics: ποθή Capitals: ΠΟΘΗ
Transliteration A: pothḗ Transliteration B: pothē Transliteration C: pothi Beta Code: poqh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = πόθος, c. gen., longing, desire for . ., ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Il.6.362, cf. 14.368, etc.; σῇ ποθῇ from longing after thee, 19.321: in late Prose, π. ψυχροῦ ἠέρος Aret.SA1.7.    2 c. gen. rei, want of... ξενίων Od.15.514,546.

German (Pape)

[Seite 644] ἡ, = πόθος, Wunsch, Verlangen, Sehnsucht wonach; τινός, Il. 14, 368 u. öfter, Od. 2, 126. 15, 545; σῇ ποθῇ, aus Sehnsucht nach dir, 19, 321.

Greek (Liddell-Scott)

ποθή: ἡ, = πόθος, ἰσχυρὰ ἐπιθυμία πρός τινα, πόθος, ... ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Ἰλ. Ζ. 362, πρβλ. Ξ. 368, κτλ.· σῇ ποθῇ, ἐξ ἐπιθυμίας ἢ πόθου πρός σε, Τ. 321. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἔλλειψις, Ὀδ. Ο. 514, 546.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 regret, désir;
2 manque de (qch).
Étymologie: πόθος.

English (Autenrieth)

missing, yearning for, desire, lack, Od. 10.505.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. πόθος, σφοδρή επιθυμία («οἵ μέγ' ἐμεῑο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν» Ομ.)
2. επιθυμία για κάτι που λείπει, στέρησηοὐδέ σε ποθὴ ἴσχει ἀνδρῶν ξένων», Ομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ., αντί του πόθος, με αλλαγή γένους].