προεέργω
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
Ep. for Προείργω,
A hinder or stop by standing before, c.acc. et inf., πάντας προέεργε ὁδεύειν Il.11.569.
German (Pape)
[Seite 718] ep. statt προείργω, vorher abhalten, hindern, πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, Il. 11, 569.
Greek (Liddell-Scott)
προεέργω: Ἐπικ. ἀντὶ προείργω, ἐμποδίζω ἢ σταματῶ ἱστάμενος ἔμπροσθεν, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, «πάντας, φησί, τοὺς Τρῶας, ἐπὶ τὰς ναῦς ὁρμῶντας, Αἴας ἀντιτασσόμενος ἐκώλυεν» (Σχόλ.) Ἰλ. Λ. 569.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. προέεργε;
empêcher : τινα ὁδεύειν IL qqn de s’avancer.
Étymologie: πρό, ἐέργω.
English (Autenrieth)
(ϝέργω): hinder (by standing before), w. inf., ipf., Il. 11.569†.
Greek Monolingual
και άχρ. τ. προείργω Α
(επικ. τ.) εμποδίζω ή σταματώ κάποιον στεκόμενος μπροστά του («πάντως δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐέργω, άλλος τ. του ἔργω «εμποδίζω, αποτρέπω»].