συμπλέω

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλέω Medium diacritics: συμπλέω Low diacritics: συμπλέω Capitals: ΣΥΜΠΛΕΩ
Transliteration A: sympléō Transliteration B: sympleō Transliteration C: sympleo Beta Code: sumple/w

English (LSJ)

   A sail in company with, τινι Hdt.4.149, 5.46, E.IA102; ἐν τῇ Ἀργοῖ Hdt.4.179; μετὰ τῶν ὁλκάδων Th.6.44: abs., Id.1.27, Antipho 5.20, prob. in IG12.99.10; τῶν συμπλεόντων Pl.Grg.511e; συμπλέοντες ναῦται IG3.236: metaph., σ. τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσι E. HF1225.

German (Pape)

[Seite 988] (s. πλέω), mit, zusammen schiffen, Ἀχαιοῖς, mit den Achäern, Eur. I. A. 102; συμπλεύσομαι, Hel. 1073; Her. 4, 149; Plat. Gorg. 511 e; Thuc. 1, 27.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι· Ἰων. -πλώω, -πλώσομαι· ― πλέω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 4. 149., 5. 46, Εὐρ. Ι. Α, 102, Ἀντιφῶν 131. 40, Θουκ., κλπ.· ἐν τῇ Ἀργῷ Ἡρόδ. 4. 179· μετὰ τῶν ὁλκάδων Θουκυδ. 6. 44, ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 27· τῶν συμπλεόντων Πλάτ. Γοργ. 511Ε· συμπλέοντες ναῦται Συλλ. Ἐπιγρ. 495· μεταφ., ξ. τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1225.

French (Bailly abrégé)

naviguer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, πλέω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ιων. τ. συμπλώω Α πλέω / πλώω
1. ταξιδεύω με πλοίο που ακολουθεί την ίδια πορεία με άλλα
2. ταξιδεύω μαζί με άλλον στο ίδιο πλοίο
3. μτφ. συμφωνώ, ακολουθώ την ίδια πορεία με άλλον.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ιων. τ. συμπλώω Α πλέω / πλώω
1. ταξιδεύω με πλοίο που ακολουθεί την ίδια πορεία με άλλα
2. ταξιδεύω μαζί με άλλον στο ίδιο πλοίο
3. μτφ. συμφωνώ, ακολουθώ την ίδια πορεία με άλλον.