συνιζάνω

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνιζάνω Medium diacritics: συνιζάνω Low diacritics: συνιζάνω Capitals: ΣΥΝΙΖΑΝΩ
Transliteration A: synizánō Transliteration B: synizanō Transliteration C: synizano Beta Code: suniza/nw

English (LSJ)

   A sink or settle down, collapse, Arist.Somn.Vig.456a13, Gal.8.325,500, 15.570; σάρκες δ' ἱδρῶτι συνίζανον Theoc.22.112; πηλὸν ἐν πυρὶ . . συνιζάνειν Plu.Publ.13.    2 sink, εἰς βυθόν Thphr.Od. 29; of the blood, Id.Sens.43; of the wind, Luc.VH1.29.    II causal, cause to collapse or sink, Arist.Resp.474a14.

Greek (Liddell-Scott)

συνιζάνω: κατακαθίζω, καταπίπτω, τὸ σύμφυτον πνεῦμα ἀναφυσώμενον καὶ συνιζάνον φαίνεται Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρσ. 2, 16· σάρκες δ’ ἱδρῶτι συνίζανον Θεόκρ. 22. 112· πηλὸν ἐν πυρί... συνιζάνειν Πλουτ. Ποπλικ. 13· τὸν ἄργυρον συνιζῆσαι τακέντα ὁ αὐτ. 2. 665Β· συν. τὰ στήθη Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλεξ. 264. 2) βυθίζομαι, συνιζάνειν δ’ εἰς βυθὸν τὴν σμύρναν Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 29· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, μαλακῶς ἐνδιδόντος τοῦ πνεύματος καὶ καθιζάνοντος ἐπὶ τὴν θάλασσαν κατετέθημεν Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω τι νὰ κατακαθίσῃ, νὰ βυθισθῇ, συνιζάνοντες δὲ καὶ καταπνίγοντες ὥσπερ ἐκεῖ τὰς φύσας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

s’affaisser, mollir, fléchir.
Étymologie: συνίζω.

Greek Monolingual

ΝΜA
καθιζάνω, κατακάθομαι, κατακαθίζω («πηλὸν ἐν πυρὶ συνιζάνειν», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
βυθίζομαι, βουλιάζω
μσν.
συνίζω, μετέχω σε σύσκεψη
αρχ.
προκαλώ συνίζηση, κάνω κάτι να βυθιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἱζάνω «τοποθετώ, εγκαθιστώ, κατακαθίζω»].