τετραρχία
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ,
A tetrarchy, the province of a tetrarch, esp. of Thessaly, the four provinces being Thessaliotis, Phthiotis, Pelasgiotis, Hestiaeotis, Hellanic. 52J., E Alc.1154, D.9.26, Theopomp.Hist.201; also of the four divisions of each of the three Galatian tribes, Str.12.5.1; ἡ τῶν δώδεκα τ. βουλή v.l. ibid.; cf. τετράς 11. 2 generally, of the divisions of Roman protectorates, e.g. Palestine under Augustus, J.BJ2.6.3; districts adjacent to Syria, tetrarchiae regnorum instar singulae, Plin.HN5.74. II τ. ἱππική the command of four λόχοι, Arr.An. 3.18.5, cf. Id.Tact.10.1, Ael.Tact.9.2, Ascl.Tact.2.8; Φιλίππου τετραρχίας ἔργον monument erected by Philip's τ., IG9(1).316 (Scarphea, Locr. Orient., iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1099] ἡ, Tetrarchie, Herrschaft eines Vierfürsten; Eur. Alc. 1157; τετραρχίας κατέστησεν, Dem. 9, 26; – ἱππική, Oberbefehl über eine Schwadron Reiter, Arr. An. 3, 18.
Greek (Liddell-Scott)
τετραρχία: ἡ, ἐπαρχία ἐφ ἧς ἄρχει τετράρχης˙ μάλιστα ἐλέγετο ἐπὶ τῆς Θεσσαλίας, ἣν ἀπετέλουν τέσσαρες ἐπαρχίαι, Θετταλιῶτις, Φθιῶτις, Πελασγιῶτις, Ἑστιαιῶτις, Εὐρ. Ἄλκ. 1154, Δημ. 117. 26˙ ἴδε Ἑλλάνικ. καὶ Ἀριστ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ., Στράβ. 430˙ οὕτως ἑκάστη τῶν τριῶν τῆς Γαλατίας διαιρέσεων ἦν διῃρημένη εἰς τετραρχίας, ὁ αὐτ. 567, πρβλ. τετρὰς ΙΙ. 2) ὑπὸ τοὺς Ρωμαίους τὸ ὄνομα τετραρχία ἐδίδοτο, ὡς φαίνεται, εἰς πᾶσαν διαίρεσιν τῶν Ἀνατολικῶν χωρῶν, οἷον εἰς τὴν Παλαιστίνην, ἥτις μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἡρώδου διῃρέθη εἰς τρεῖς τετραρχίας, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2502, 4521· καὶ τὸ ὄνομα τέτραρχος ἐλέγετο, ὡς φαίνεται, ἐπὶ παντὸς ἐγχωρίου κυβερνήτου ἔχοντος βαθμὸν ὑποδεέστερον τοῦ βασιλικοῦ, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 4033, 4058, Πλουτ. Ἀντών. 36, 56, Sallust. Cat. 20, Horat. Sat. 1. 3, 12, κλπ. ΙΙ. τ. ἱππική, ἡ διοίκησις τεσσάρων λόχων, Ἀρρ. Ἀν. 3. 18, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Τακτ. 10. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
tétrarchie, l’un des quatre gouvernements d’une province ou charge et autorité d’un gouverneur de tétrarchie.
Étymologie: τετράρχης.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τετράρχης
1. (στην αρχ. Ελλάδα) α) χώρα διαιρεμένη σε τέσσερα μέρη ή τέσσερεις επαρχίες, την οποία διοικούσε τετράρχης, ιδίως η Θεσσαλία, την οποία αποτελούσαν τέσσερεις επαρχίες, η Θεσσαλιώτις, η Φθιώτις, η Πελασγιώτις και η Εστιαιώτις
β) στρατιωτική διοίκηση τεσσάρων λόχων
2. (στην αρχ. Ρώμη) α) καθεμιά από τις τέσσερεις πολιτικές διοικήσεις σε καθένα από τα τρία γαλατικά έθνη
β) κάθε πολιτική διαίρεση στις χώρες της Ανατολής.