χωλαίνω

From LSJ
Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωλαίνω Medium diacritics: χωλαίνω Low diacritics: χωλαίνω Capitals: ΧΩΛΑΙΝΩ
Transliteration A: chōlaínō Transliteration B: chōlainō Transliteration C: cholaino Beta Code: xwlai/nw

English (LSJ)

fut. -ᾰνῶ, LXX 3 Ki.18.21: aor. ἐχώλᾱνα ib.Ps.17(18).46:—

   A to be or go lame, Pl.Lg.795b, Hp.Mi.374c, POxy.465.39(ii A. D.), etc.    II trans., make lame, Sch.T Il.8.402:—Pass., ἐχωλάνθη LXX 2 Ki.4.4.

German (Pape)

[Seite 1386] 1) lahm machen, lähmen. – 2) intr., lahm sein, lahmen, Plat. Legg. VII, 795 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χωλαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, εἶμαι χωλός, «κουτσαίνω», Πλάτ. Νόμ. 795Β, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374C. ΙΙ. μεταβ., καθιστῶ τινα χωλόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 402. ― Παθ., =τῷ ἐνεργ. Ι, ἐχωλάνθη Ἑβδ. (Β΄ Βασ. Δ΄, 4).

French (Bailly abrégé)

1 tr. rendre boiteux ; Pass. devenir boiteux, boiter;
2 intr. être boiteux.
Étymologie: χωλός.

Greek Monolingual

ΝΜΑ χωλός
1. (μτβ.) προκαλώ χωλότητα σε κάποιον, κάνω κάποιον κουτσό
2. (αμτβ.) α) είμαι κουτσός
β) κουτσαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν υπόδημα, χωλαίνων και πατών επί ακανθών», Παπαδ.
β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ.
γ. «καὶ ἔπεσε καὶ ἐχωλάνθη», ΠΔ)
νεοελλ.
μτφ. καρκινοβατώ, βραδυπορώ, δεν λειτουργώ κανονικά («χωλαίνουν οι δημόσιες υπηρεσίες»).