χλίδωσις

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλίδωσις Medium diacritics: χλίδωσις Low diacritics: χλίδωσις Capitals: ΧΛΙΔΩΣΙΣ
Transliteration A: chlídōsis Transliteration B: chlidōsis Transliteration C: chlidosis Beta Code: xli/dwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A ornamentation, f. l. for χλίδωσι (cf. χλίδων), Plu.2.145a.

German (Pape)

[Seite 1359] ἡ, = χλιδή, Schmuck, ἡμιόνων, kostbares Geschirr der Maulesel, Plut. praec. conj. g. E. (p. 427).

Greek (Liddell-Scott)

χλίδωσις: -εως, ἡ, κόσμησις, ἐν τῷ πληθ., «χλιδώσεσιν ἡμιόνων καὶ ἵππων περιδεραίοις» Πλούτ. 2. 145Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
ornementation.
Étymologie: χλιδάω.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α
στολισμός, καλλωπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων «είδος κοσμήματος», μέσω ενός ρ. χλιδῶ, -όω. Ο τ. πιθ. είναι εσφ. γρφ. αντί χλίδωσι, δοτ. πληθ. της λ. χλίδων.