συναθλέω

From LSJ
Revision as of 18:09, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναθλέω Medium diacritics: συναθλέω Low diacritics: συναθλέω Capitals: ΣΥΝΑΘΛΕΩ
Transliteration A: synathléō Transliteration B: synathleō Transliteration C: synathleo Beta Code: sunaqle/w

English (LSJ)

   A = συναγωνίζομαι, τινι with one, Ep.Phil.4.3; struggle together, τινι for a thing, ib.1.27.    II impress by practice upon, μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης D.S.3.4.

German (Pape)

[Seite 997] wie συναγωνίζομαι, im Kampfe beistehen, Sp., μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης, D. Sic. 3, 4, durch Uebung dem Gedächtniß eingeprägt.

Greek (Liddell-Scott)

συναθλέω: συναγωνίζομαι, αἵτινες ἐν τῷ εὐαγγελίῳ συνήθλησάν μοι Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. δ΄ 3· ἀγωνίζομαι ὁμοῦ, ἀπὸ κοινοῦ, μιᾷ ψυχῇ συναθλοῦντες τῇ πίστει τοῦ εὐαγγελίου αὐτόθι α΄ 27. ΙΙ. δι’ ἀσκήσεως ἐντυπώνω, μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης Διόδ. 3. 4. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416, ὁ τύπος συναθλεύω εἶναι μεταγεν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 lutter d’un commun effort : τινι avec ou pour qqn;
2 Pass. être saisi par un effort continu.
Étymologie: σύν, ἀθλέω.

English (Strong)

from σύν and ἀθλέω; to wrestle in company with, i.e. (figuratively) to seek jointly: labour with, strive together for.

English (Thayer)

συνάθλω; 1st aorist συνήθλησα; to strive at the same time with another: with a dative commodi (cf. Winer's Grammar, § 31,4), for something, τίνι ἐν τίνι, together with one in something, to help, assist, Diodorus 3,4.)