ἔξαιτος
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ον, (ἐξαίνυμαι)
A picked, choice, excellent, οἶνόν τ' ἔ. μελιηδέα Il.12.320; νῆα καὶ ἐ. ἐρέτας Od.2.307; ἐ. ἑκατόμβας 5.102: in later Poets like ἐξαίρετος, A.R.4.1004, AP6.332.5 (Hadr.), Man.2.226, 3.354, Mus.Belg.16.71 (Attica, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 865] ausgewählt, vorzüglich; οἶνος Il. 12, 320; ἐρέται Od. 2, 307; ἑκατόμβαι 5, 302; sp. D., wie Man. 2, 226; auch Μήδεια, zurückgefordert, Ap. Rh. 4, 1004.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαιτος: -ον, (αἰτέω) περιζήτητος, ἐκλεκτός, ἐπίλεκτος, οἶνόν τ’ ἔξαιτον μελιηδέα Ἰλ. Μ. 320· νῆα καὶ ἐξαίτους ἐρέτας Ὀδ. Β. 307· ἐξαίτους ἑκατόμβας Ε. 102· μεταγεν. ποιηταὶ μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐξαίρετος, Ἀνθ. Π. 6. 332, Μανέθων 2. 226., 3. 354.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
choisi ; distingué.
Étymologie: ἐξ, αἰτέω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ον
1 selecto, escogido, excelente οἶνόν τ' ἔξαιτον μελιηδέα Il.12.320, ἔξαιτοι ἐρέται Od.2.307, ἑκατόμβαι Od.5.102, cf. AP 6.332 (Hadr.), Man.2.226, 3.354, IG 22.3606.25 (II d.C.)
•neutr. sg. como adv. extraordinariamente ἰαίνεσθε ἔξαιτον Call.Fr.80.9.
2 exigido, reclamado Μήδειαν δ' ἔξαιτον ἑοῦ ἐς πατρὸς ἄγεσθαι ἵεντ' exigían llevarse a casa de su padre a la reclamada Medea A.R.4.1004.
Greek Monolingual
ἔξαιτος, -ον (Α)
περιζήτητος, εξαίρετος, εκλεκτός («ἐξαίτους ἐρέτας», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἔξαιτος: -ον (αἰτέω), περιζήτητος, πολυπόθητος, εκλεκτός, εξαίρετος, σε Όμηρ.