ἄκμηνος

From LSJ
Revision as of 17:33, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκμηνος Medium diacritics: ἄκμηνος Low diacritics: άκμηνος Capitals: ΑΚΜΗΝΟΣ
Transliteration A: ákmēnos Transliteration B: akmēnos Transliteration C: akminos Beta Code: a)/kmhnos

English (LSJ)

ον,

   A fasting from food, four times in Il.19.163,207,320, 346 (expl. by Sch. fr. Aeol. ἄκμη, = ἀσιτία); also in Lyc.672; σίτων Nic.Th.116; δόρποιο Call.Fr.anon.4.

German (Pape)

[Seite 75] nüchtern, Hom. viermal, Iliad. 1 9, 163 ἄκμηνος σίτοιο, 207 νήστιας ἀκμήνους, 320 κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, 346 ἄκμηνος καὶ ἄπαστος; – Sp. D., z. B. Nic. Th. 116; – vgl. Lehrs Aristarch. p. 311; – ἀκμή soll Aeolisch = ἀσιτία gewesen sein, Scholl. Iliad. 19, 163.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκμηνος: -ον, (οὐχὶ ἀκμηνός, Spitzn. Ἰλ. Τ. 163), νηστεύων, ἀπεχόμενος τροφῆς, ἄκμηνος σίτοιο, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐμὸν κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, αὐτόθι 320· ἀπολ. νήστιας ἀκμήνους, αὐτόθι 207· ἄκμηνος καὶ ἄπαστος, αὐτόθι 346· ἐκ τοῦ ἀκμή, ὅπερ λέγεται ὅτι Αἰολιστὶ σημαίνει νηστείαν, ἄλλοι παράγουσιν ἐκ τοῦ καμεῖν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à jeun ; ἄκμηνος πόσιος καὶ ἐδητύος IL qui n’a pris ni boisson ni aliment solide.
Étymologie: ἄκμη.

English (Autenrieth)

without taste (of food or drink); only in T.

Spanish (DGE)

-ον
que no ha comido, en ayunas ὁ δ' ἄ. καὶ ἄπαστος Il.19.346, ἄκμηνοι καὶ ἄπαστοι ἐκείατο A.R.4.1295, cf. Il.19.207, c. gen. σίτοιο Il.19.163, πόσιος καὶ ἐδητύος Il.19.320, βορᾶς Lyc.672, σίτων Nic.Th.116, δόρποιο Call.Fr.312.

Greek Monotonic

ἄκμηνος: -ον, αυτός που νηστεύει, νηστικός, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἄκμηνος σίτων, δόρποιο, αυτός που απέχει από την τροφή, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).