ἀτροφία

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτροφία Medium diacritics: ἀτροφία Low diacritics: ατροφία Capitals: ΑΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: atrophía Transliteration B: atrophia Transliteration C: atrofia Beta Code: a)trofi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of food or nourishment, of trees, Thphr. CP5.9.9; φθινούσης ἀ. φλογός Plu.2.949a.    2 atrophy, Arist. Pr.888a10, Antyll. ap. Orib.6.21.7.    3 starvation-diet, καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ. Alex.Aphr.in Top.202.17.

German (Pape)

[Seite 389] ἡ, 1) Mangel an Nqhrung, Hunger, Theophr. u. A. – 2) Auszehrung, Medic., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτροφία: ἡ, ἔλλειψις τροφῆς ἢ θρέψεως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 9, Πλούτ. 2. 949Α. 2) νόσος, ἡ ἀτροφία, Ἀριστ. Προβλ. 8. 9, 2, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 108.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de nourriture.
Étymologie: ἄτροφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 falta de alimento, desnutrición, ἀδυναμία δὲ διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀτροφίαν Arist.Pr.888a10, τροφὴ καὶ ἀτροφία Aret.SD 2.4.8, ἀμφὶ τροφῆς βρεφέων ἠδ' ἀτροφίης ἀλεγεινῆς Man.6.8
de árboles, Thphr.CP 5.9.9, cf. 2.6.3
en sent. fig. ἀ. μὲν ἡ ἄγνοια τῆς ψυχῆς Clem.Al.Strom.7.12.72
del fuego falta de combustible ἀ. φλογός Plu.2.949a
dieta de inanición καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ. Alex.Aphr.in Top.202.17.
2 medic. atropa, debilidad ἀ. τῶν κάτω μερῶν Antyll. en Orib.6.21.7, cf. Gal.6.869.

Greek Monolingual

η (AM ἀτροφία) άτροφος
1. στέρηση τροφής
2. (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) ανεπαρκής θρέψη
νεοελλ.
η ελάττωση του μεγέθους ενός κυττάρου, οργάνου, ιστού ή μέλους του σώματος.