ζακρυόεις

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζακρῠόεις Medium diacritics: ζακρυόεις Low diacritics: ζακρυόεις Capitals: ΖΑΚΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: zakryóeis Transliteration B: zakryoeis Transliteration C: zakryoeis Beta Code: zakruo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (κρυόεις)

   A very numbing, freezing, θάνατος Alc. Supp.12.8.

Greek Monolingual

ζακρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
κρύος, κρυερός, παγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το δακρυόεις (πρβλ. ζάπεδο αντί δάπεδο, ζακόρος αντί δακόρος), ενώ πρόκειται απλώς για σύνθετη λέξη από το επιτατικό ζα και το κρυόεις (< κρύος)].