πλειστοβόλος

From LSJ
Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειστοβόλος Medium diacritics: πλειστοβόλος Low diacritics: πλειστοβόλος Capitals: ΠΛΕΙΣΤΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: pleistobólos Transliteration B: pleistobolos Transliteration C: pleistovolos Beta Code: pleistobo/los

English (LSJ)

ον (parox.),

   A throwing high, of dicers, AP7.422 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 628] am meisten, das Meiste werfend, sehr viel werfend, vom Würfelspiel, Leon. Tar. 84 (VII, 422).

Greek (Liddell-Scott)

πλειστοβόλος: -ον, (βάλλω) ὁ τὰ πλεῖστα βάλλων, ἐπιτυγχάνων πολύ, ἐπὶ κυβευτῶν, Ἀνθ. Π. 7. 423.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui amène le plus fort point au jeu de dés.
Étymologie: πλεῖστος, βάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τον παίκτη της πλειστοβολίνδας) αυτός που ρίχνει τις περισσότερες βολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.

Greek Monotonic

πλειστοβόλος: -ον, ρίχνω τα περισσότερα, λέγεται γι' αυτούς που παίζουν ζάρια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πλειστοβόλος: выбрасывающий больше всего очков, т. е. наиболее счастливый в игре Anth.