συνειλέω
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
A crowd together, τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους συνειλήσας Hdt.3.45; also of things, bind together, ῥάβδους Id.4.67:—Pass., to be crowded or pressed together, εἰς ἔλαττον into less compass, X.HG7.2.8; περὶ τὸν ναόν J.BJ5.3.1: abs., Plu. Alex.60 (so ἑαυτὸν συνειλήσας, of the hedgehog, Ael.NA6.64); τροφὴ συνειληθεῖσα compressed, Thphr.CP3.14.8; κύστις σ. εἰς ἑωυτήν Aret.SD1.7; ἐς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Luc.Vit.Auct. 14: metaph., σ. ἀπορίᾳ S.E.M.7.304.
German (Pape)
[Seite 1010] (s. εἰλέω), zusammenwickeln, -drängen, -treiben; τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους, Her. 3, 45, sie in die Schiffshäuser hin zusammentreiben; auch von Sachen, fest zusammenbinden, τὰς ῥάβδο υς, 4, 67; συνειλοῦντο Xen. Hell. 7, 2, 8; Sp., wie Luc. merc. cond. 26; συνειληθήσονται ἀπορίᾳ, S. Emp. adv. log. 1, 304.
Greek (Liddell-Scott)
συνειλέω: συσσωρεύω ὁμοῦ, στρυμώνω εἰς ἓν μέρος, τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους σ. Ἡρόδ. 3. 45· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, συνδέω, δένω εἰς ἓν δέμα, ῥάβδους ὁ αὐτ. 4. 67. ― Παθ., συσσωρεύομαι, ἢ συμπιέζομαι ὁμοῦ, εἰς ἔλαττον, εἰς μικρότερον χῶρον συμπυκνοῦμαι, Ξεν. Ἑλλην. 7. 2. 8· περὶ τὸν ναὸν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 3, 1· ἀπολ., Πλουτ. Ἀλέξ. 60· (οὕτω, συνειλεῖν ἑαυτὸν Αἰλ. π. Ζ. 6. 64)· τροφὴ συνειληθεῖσα, συμπεπιεσμένη, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 8· κύστις σ. εἰς ἑωυτὴν Ἀρετ. Χρον. Παθ. Σημειωτ. 1. 7· ἐς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Λουκ. Βίων Πρᾶσις 14· μεταφορ., σ. ἀπορίᾳ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 304.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rassembler en pressant, presser, entasser : τέκνα καὶ γυναῖκας HDT entasser les enfants et les femmes ; ῥάβδους HDT réunir des baguettes en un faisceau ; Pass. être pressé ou serré, se serrer, se presser.
Étymologie: σύν, εἱλέω.
Greek Monotonic
συνειλέω: μέλ. -ήσω, συσσωρεύω, στριμώχνω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάγω, σε Ηρόδ.· λέγεται για πράγματα, δένω σφιχτά μαζί, κουβαριάζω, συνδέω, στον ίδ. — Παθ., είμαι συσσωρευμένος, συνωστισμένος, στριμωγμένος, συμπιεσμένος, σε Ξεν. κ.λπ.