συμπληρόω

Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A help to fill, σ. τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας help them in manning . ., Hdt.8.1.    II fill up or completely, ἑξήκοντα ναῦς man them fully, Th.6.50, cf. Hell.Oxy.14.1; σ. τὸ περιηγηθέν Pl.Lg.770b; τὸν μεταξὺ τόπον, τὸ μ., Arist.Mete.340a18, PA694b1, cf. Pl.Smp. 202e, IG22.1668.71; τοὺς πόρους Thphr.Od.45, Diocl.Fr.147; ἔρανον Plu.2.694b:—Med., σ. τὰ διαστήματα Pl.Ti.35c, cf. 36b; τριήρεις Hell.Oxy.2.4:—Pass., τὸ δὲ [τῆς σύριγγος] πάλιν ξυμπληρωθείη Hp. Fist.4; πάντα συμπεπλήρωται σαρξίν Pl.Ti.75a; εὐδαιμονίᾳ Phld.D.1.2; σ. ἔκ τινων Ti.Locr.105a, D.S.1.2; ὑπό τινων Archim.Eratosth.3.    b Medic., cause congestion of, τὰ ὑποθυμιάματα σ. τὴν κεφαλήν Sor.1.72:—Pass., suffer from congestion of the brain, IG42(1).126.28 (Epid., ii A.D.), Gal.15.902.    2 complete, τὸ ὅλον Arist.GC336b31; ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῦτο Plot.1.8.3, cf. 2.6.1; τὰ συμπληροῦντα τὴν ἀρίστην μαῖαν the qualities which make up the complete good midwife, Sor.1.4, cf. Gal.6.166, UP1.9:—Pass., [δένδρα] συμπεπληρωμένα πᾶσι τοῖς οἰκείοις μορίοις, opp. ἀρχόμενα φύεσθαι, Id.16.492, cf. 526,685, Ath.15.671a.    3 fulfil, attain, τὸ τῆς φύσεως τέλος Polystr.Herc.346p.86V.:—Med., τὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἀγαθόν Epicur.Ep.3p.62U.:—Pass., Polystr.p.31W.    4 finish, περὶ τοῦ λίαν ὀξέος ὀξυμέλιτος συμπληρώσας τὸν λόγον Gal.15.683, cf. 572.

German (Pape)

[Seite 988] mit anfüllen, ausfüllen; τὰς νέας, Schiffe vollständig bemannen, Her. 8, 1; Thuc. 6, 50. 7, 60; Xen. Hell. 4, 8, 7 u. Folgde, wie Pol. 1, 36, 9; πάντα ταῦτα ξυμπεπλήρωται σαρξίν, Plat. Tim. 75 a, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συμπληρόω: συνεργῶ εἰς πλήρωσιν, συνεπλήρουν τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας, ἀπὸ κοινοῦ παρεῖχον τὰ πληρώματα αὐτῶν, Ἡρόδ. 8. 1. ΙΙ. πληρῶ ἐντελῶς, ξυμπληρώσαντες ἑξήκοντα ναῦς, πληρώσαντες μὲ τέλειον πλήρωμα, Θουκ. 6. 50, Πλουτ. Συμπ. 202Ε· σ. τὸ περιηγηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 770Β· τὸν μεταξὺ τόπον, τὸ μ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 14· π. Ζ. Μορ. 4. 12, 24· τοὺς πόρους Θεοφρ. π. Ὀσμ. 45· ἔρανον Πλούτ. 2. 694D· ― οὕτως, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σ. τὰ διαστήματα Πλάτ. Τίμ. 35C, πρβλ. 36Β· ― Παθ., πάντα συμπεπλήρωται σαρξὶ αὐτόθι 75Α· σ. ἔκ τινων Τίμ. Λοκρ. 105Α, Διόδ. 1. 2. 2) συμπληρῶ, γεμίζω ἐντελῶς, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 10, 11· ― Παθ., χωρῶ εἰς συμπλήρωσιν, συμπληροῦμαι, ὁ αὐτ. π. Φυτ. 1. 2, 19, Ἀθην. 671Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. aider à remplir : τινί τι aider qqn à remplir qch;
II. 1 remplir entièrement ; particul. en parl. de navires dont on embarque l’équipage au complet;
2 compléter.
Étymologie: σύν, πληρόω.

English (Strong)

from σύν and πληρόω; to implenish completely, i.e. (of space) to swamp (a boat), or (of time) to accomplish (passive, be complete): (fully) come, fill up.

English (Thayer)

(in Acts T WH συνπληρόω (cf. σύν, II. at the end)), συμπλήρω: passive, present infinitive συμπληροῦσθαι; imperfect συνεπληρουμην; from Herodotus down;
1. to fill completely: συνεπληροῦντο (R. V. they were filling with water), of the navigators (as sometimes in Greek writings what holds of the ship is applied to those on board; cf. Kypke, Observations, i., p. 248), to complete entirely, be fulfilled: of time (see πληρόω, 2b. ἆ.), passive, R. V. well nigh come); Acts 2:1.

Greek Monotonic

συμπληρόω: μέλ. -ώσω,
I. συμβάλλω στην πλήρωση, στο γέμισμα, συμπληρόω τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας, βοηθώ τους Αθηναίους να επανδρώσουν τα πλοία, σε Ηρόδ.
II. γεμίζω εντελώς, ξυμπληρόω ἑξήκοντα ναῦς, επανδρώνω πλήρως εξήντα πλοία, σε Θουκ.