πόρσω
English (LSJ)
πορσώτατα,
A v. πρόσω.
German (Pape)
[Seite 685] adv., = πόῤῥω; Pind. τὸ πόρσω, Gl. 3, 44; compar., πάπταινε πόρσιον, 1, 114; ὡς πόρσιστα, N. 9, 29; doch hat er auch die Form πρόσω (s. unten); ἐπίβαινε πόρσω, Soph. O. C. 175, vgl. 226; auch übertr., μὴ πόρσω φωνεῖν, El. 206; einzeln bei den folgdn Dichtern. Die Gramm. erkl. die Form für äol., eben so wie die compar. πορσωτέρω, πορσωτάτω.
Greek (Liddell-Scott)
πόρσω: ἴδε πρόσω.
French (Bailly abrégé)
v. πόρρω.
English (Slater)
πόρσω, πρόσω (comp. πόρσιον: superl. πόρσιστα: cf. πρόσωθεν.)
a
I beyond, further οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές (N. 3.20) c. art., τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις (O. 3.44) αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω (P. 3.22)
II of time τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν (byz.: πρόσω codd.: πρόσσω Turyn: sc. χρόνος) (O. 10.55) ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω (P. 3.111)
b πόρσιον, further, too far μηκέτι πάπταινε πόρσιον (O. 1.114)
c πόρσιστα: πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as far as possible (N. 9.29)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. πρόσω.
Greek Monotonic
πόρσω: βλ. πρόσω.