ὅμαυλος

From LSJ
Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅμαυλος Medium diacritics: ὅμαυλος Low diacritics: όμαυλος Capitals: ΟΜΑΥΛΟΣ
Transliteration A: hómaulos Transliteration B: homaulos Transliteration C: omavlos Beta Code: o(/maulos

English (LSJ)

ον, (αὐλή)

   A living together, companion, θεῶν ὅμαυλοι POxy.1083 Fr.1.8 (Satyric drama), cf. Hsch., Phot.    2 neighbouring, τὴν ὅ. χθόνα S.Fr.24.5.    II (αὐλός) playing together on the flute, sounding together in concert, γῆρας Id.OT 187 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 329] 1) zusammenwohnend, bes. Gatte, Gattinn (?). – 2) (αὐλός), zusammenflötend, d. i. zusammenstimmend, einstimmig, παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσά τε γῆρυς ὅμαυλος, Soph. O. R. 187, Schol. ὁμόφωνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὅμαυλος: -ον, (αὐλή), ὁμοῦ αὐλιζόμενος, ὁμόκοιτος, Ἡσύχ., Φώτ.· - γειτνιάζων, γείτων, τὴν ὅμ. χθόνα Σοφ. (Ἀποσπ. 19) παρὰ Στράβ., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἀντὶ ὅμαυδον. ΙΙ. (αὐλὸς) ὁμοῦ ἠχῶν, στονόεσσά τε γῆρυς ὅμαυλος ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la flûte est à l’unisson ; fig. qui est en harmonie.
Étymologie: ὁμός, αὐλός.

Greek Monotonic

ὅμαυλος: -ον (αὐλή),·
I. συγκάτοικος,
II. (αὐλός) αυτός που συνηχεί ή βρίσκεται σε συμφωνία, σε Σοφ.