ἐκπρολείπω

From LSJ
Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπρολείπω Medium diacritics: ἐκπρολείπω Low diacritics: εκπρολείπω Capitals: ΕΚΠΡΟΛΕΙΠΩ
Transliteration A: ekproleípō Transliteration B: ekproleipō Transliteration C: ekproleipo Beta Code: e)kprolei/pw

English (LSJ)

   A forsake, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Od.8.515, cf. Thgn.1136 ; βίον IG14.2123.    II spare, Ps.-Phoc. 85.

German (Pape)

[Seite 777] herausgehen u. verlassen; λόχον ἐκπρολιπόντες Od. 8, 515; Theogn. 1136; Phocyl. 80.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπρολείπω: καταλείπω, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Ὀδ. Θ. 515, πρβλ. Θέογν. 1136· αἰῶνα Συλλ. Ἐπιγρ. 3627. ΙΙ. ἀφίνω, φείδομαι, Ψευδο-Φωκ. 80.

French (Bailly abrégé)

abandonner.
Étymologie: ἐκ, προλείπω.

English (Autenrieth)

only aor. 2 part. ἐκπρολιπόντες, going forth and leaving, the wooden horse, Od. 8.515†.

Spanish (DGE)

1 dejar atrás, abandonar lugares κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες abandonando su cóncava madriguera, Od.8.515, Ἄϊδος ... δόμον Antim.112.2, cf. IG 9(2).429.4 (Feras III a.C.), pers. al partir o morir ἄλλοι (θεοί) δ' Οὔλυμπόνδ' ἐκπρολιπόντες (ἀνθρώπους) ἔβαν Thgn.1136, ἄλοχον ... οἴκῳ GVI 1297.5 (Naxos I a.C.), la vida o expr. equiv. μοχθηρὸν μερόπων ... βίον IUrb.Rom.1379.4 (II/III d.C.), γλυκε<ρὸν> φάος ἀελίοιο IUrb.Rom.1255.3 (II/III d.C.).
2 dejar con vida, perdonar la vida de μητέρα δ' ἐκπρολίποις, ἵν' ἔχῃς πάλιν τῆσδε νεοσσούς Ps.Phoc.85.

Greek Monolingual

ἐκπρολείπω (Α)
1. εγκαταλείπω, εξέρχομαι
2. αφήνω κάποιον.

Greek Monotonic

ἐκπρολείπω: μέλ. -ψω, παρατώ, αφήνω, αρνούμαι, εγκαταλείπω, απαρνιέμαι, σε Ομήρ. Οδ.