κιβδηλεία

From LSJ
Revision as of 12:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιβδηλεία Medium diacritics: κιβδηλεία Low diacritics: κιβδηλεία Capitals: ΚΙΒΔΗΛΕΙΑ
Transliteration A: kibdēleía Transliteration B: kibdēleia Transliteration C: kivdileia Beta Code: kibdhlei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A adulteration, Pl.Lg.916d, 920c.

German (Pape)

[Seite 1436] ἡ, (eigtl. Beimischung von Metallschlacken, Poll. 3, 86; gew. übertr.) Verfälschung, Betrug; neben ψεῦδος u. ἀπάτη Plat. Legg. XI, 916 d; Sp. S. κιβδηλία.

Greek (Liddell-Scott)

κιβδηλεία: ἡ, νόθευσις, Πλάτ. Νόμ. 916D, 920C.

Greek Monolingual

και κιθδηλία, η (ΑΜ κιβδηλεία και -ία, Α ιων. τ. -ίη)
1. το να είναι κάτι κίβδηλο, η πλαστότητα, η νόθευση, η νοθεία
2. μτφ. φαυλότητα, απάτη, ανειλικρίνεια, δολιότητα («πολλήν γ' ἀφεῑλες τοῡ βίου κιβδηλίαν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
νόθευση μεταλλικού νομίσματος ή παραποίηση χαρτονομίσματος
αρχ.
1. σκουριά
2. μτφ. αγυρτεία
3. μτφ. διαφθορά, διαστροφή
4. μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κιβδηλία < κίβδηλος. Ο τ. κιβδηλεία < κιβδηλεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιβδηλεία -ας, ἡ [κίβδηλος] het vervalsen.