ἀντηρέτης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἐρέτης) properly,
A one who rows against another, cf. AB411: generally, opponent, adversary, A. Th.284,595; ἀ. δορός τινι ib.997 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 248] ὁ, eigtl. Gegenruderer; übh. Gegner, Widersacher, δορός τινι Aesch. Sept. 981; ἐχθροῖς 265. 577.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντηρέτης: -ου, ὁ, (ἐρέτης) κυρίως ὁ κωπηλατῶν ἐναντίον ἑτέρου, «ἀντηρέτης: ὁ ἀντικαθεζόμενος τῷ ἐλαύνοντι» Α. Β. 411, 6: ἐν γένει ἀντίπαλος, ἀνταγωνιστής, ἐχθρός, Αἰσχύλ. Θ. 283, 595· δορός γε τῷδ’ ἀντηρέτας αὐτόθι 993.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui rame à la rencontre de, càd adversaire.
Étymologie: ἀντί, ἐρέτης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que rema enfrente, AB 411, EM 112.40G.
•fig. adversario ἀντηρέτας ἐχθροῖσι que reman contra el enemigo A.Th.283, δορὸς τῷδ' ἀντηρέτας remero de la lanza (e.d. lancero) contrario a éste A.Th.992, cf. 595.
Greek Monolingual
ἀντηρέτης, ο (Α) ερέτης
1.αυτός που κωπηλατεί καθισμένος απέναντι από κάποιον άλλο
2.ο αντίπαλος, ο εχθρός.
Greek Monotonic
ἀντηρέτης: -ου, ὁ (ἐρέτης), κυρίως, κωπηλάτης απέναντι σε άλλον· γενικά, αντίπαλος, ανταγωνιστής, σε Αισχύλ.