διεκπεραίνω

From LSJ
Revision as of 19:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπεραίνω Medium diacritics: διεκπεραίνω Low diacritics: διεκπεραίνω Capitals: ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΝΩ
Transliteration A: diekperaínō Transliteration B: diekperainō Transliteration C: diekperaino Beta Code: diekperai/nw

English (LSJ)

   A go through with, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. X.Oec.6.1:—Pass., πρὶν . . βίος διεκπερανθῇ S.Fr.646.

German (Pape)

[Seite 618] ganz zu Ende bringen, Xen. Oec. 6, 1; ὁ βίος παντελῶς διεξεπεράνθη Soph. frg. 572. S. διεκπεράω.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπεραίνω: μέλλ -ᾰνῶ, φέρω τι εἰς πέρας, τελειώνω, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. Ξεν. Οἰκ. 6, 1. - Παθ., πρὶν… βίος διεκπερανθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 572.

French (Bailly abrégé)

achever entièrement.
Étymologie: διά, ἐκπεραίνω.

Spanish (DGE)

exponer pormenorizadamente τὰ τούτων ἐχόμενα X.Oec.6.1.

Greek Monolingual

διεκπεραίνω (Α) [[εκ περαίνω]]
φέρω εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω.

Greek Monotonic

διεκπεραίνω: μέλ. -ᾱνῶ, φέρνω κάτι εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω, σε Ξεν.