θεράπευμα
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ατος, τό,
A a service done to another: I θ. θεοῦ divine worship, Pl.Def.415a. 2 service paid to a person, ξενικὰ θ. Id.Lg.718b, cf. Plu.2.1117c. II care of the body, Pl.Grg.524b (pl.); of a child, E.Hyps.Fr.3(1) ii 12 (lyr., pl.). 2 surgical treatment, Hp.Mochl.40(pl.), Arist.EN1181b3 (pl.); Ἀσκλαπιοῦ IG4.952.96 (Epid.), etc. III concrete, preparations, drugs, Hp.Morb.4.34.
German (Pape)
[Seite 1199] τό, Dienstleistung, Wartung, Pflege des Körpers, Plat. Gorg. 524 b; ξενικά Legg. IV, 718 a; Xen. Cyr. 5, 5, 28; Heilung, Arist. eth. 10, 10. – Bei Plut. adv. Col. 17 Bezeugung der Hochachtung.
Greek (Liddell-Scott)
θεράπευμα: τό, ὑπηρεσία γινομένη εἰς ἕτερον, Ι. θ. θεοῦ, θεία λατρεία, Πλάτ. Ὅροι 415A. 2) περιποίησις, ὑπηρεσία πρός τινα, ξενικὰ θ. Πλάτ. Νόμ. 718D, πρβλ. Πλούτ. 2. 1117C. ΙΙ. μέριμνα, φροντίς, περιποίησις τοῦ σώματος, Πλάτ. Γοργ. 524B. 2) ἰατρικὴ θεραπεία, Ἱππ. Μοχλ. 866, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 21, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 soin, remède;
2 marque d’égards.
Étymologie: θεραπεύω.
Greek Monolingual
θεράπευμα, τὸ (Α) θεραπεύω
1. (για θεούς ή ήρωες) λατρεία
2. περιποίηση, υπηρεσία προς κάποιον
3. φροντίδα του σώματος
4. ιατρική θεραπεία
5. παρασκεύασμα χρήσιμο ως φάρμακο.
Greek Monotonic
θεράπευμα: -ατος, τό, ιατρική περίθαλψη, σε Αριστ.