ἴακχος
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
German (Pape)
[Seite 1232] ὁ, s. nom. pr. Nach Ath. III, 98 d nannte Dionysius in Sicilien das Schwein so.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
hymne en l’honneur d’Iakkhos.
Étymologie: ἰακχή.
Greek Monolingual
ο (Α ἴακχος)
νεοελλ.
πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Ν. Αμερικής
αρχ.
1. ως κύριο όν. ο Ίακχος
α) μυστικό όνομα του Διονύσου («Ἴακχε πολυτίμητε», Αριστοφ.)
β) η τελετή προς τιμή του Βάκχου («ὅταν ἐξελαύνωσι τὸν Ἴακχον» — όταν οδηγούν τη βακχική πομπή, Πλούτ.)
2. (και ως επίθ.) ύμνος που ψαλλόταν προς τιμήν του Βάκχου (α. «οἱ φαίνεσθαι τήν φωνήν εἶναι τὸν μυστικόν ἴακχον», Ηρόδ.
β. «ἴακχον ἴακχον ᾠδὰν μέλπω πρὸς τὰν Ἀφροδίταν», Ευρ.)
3. χορός
4. (κατά τον τύραννο της Σικελίας Διονύσιο) χοίρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαχή, ιάχω, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. τί-τθη), που αρχικά μαρτυρείται στην κλητική (Ίακχε), επίκληση του Διονύσου στην Αθήνα και Ελευσίνα κυρίως κατά τα Λήναια. Η λ. δήλωνε επίσης και το ίδιο το τραγούδι της γιορτής, ενώ από τον τύραννο Διονύσιο χρησιμοποιήθηκε η λ. για να δηλώσει τη σημ. «χοίρος» λόγω της κραυγής του ζώου. Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. iacchus (πρβλ. ίακχος).
ΠΑΡ. αρχ. ιάκχα, ιακχάζω, ιακχαίος, ιακχείον, ιακχιαστής.
ΣΥΝΘ. αρχ. ιακχαγωγός].