καπνίας

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνίας Medium diacritics: καπνίας Low diacritics: καπνίας Capitals: ΚΑΠΝΙΑΣ
Transliteration A: kapnías Transliteration B: kapnias Transliteration C: kapnias Beta Code: kapni/as

English (LSJ)

ου, ὁ, (καπνός)

   A smoky, nickname of the Comic poet Ecphantides, Sch.Ar.V.151.    II as Subst.,    1 κ. οἶνος, ὁ, expl. by Hsch., Phot. as wine that had a smoky taste from having been long hung up in smoke, Pherecr.130.6, Anaxandr.41.71 (anap.), Pl.Com. 244: perh. rather to be expld. as made from the vine κάπνειος.    2 κ. (sc. λίθος), ὁ, a kind of jasper, Dsc.5.142, Plin.HN37.118.

German (Pape)

[Seite 1323] ὁ, rauchig, voll Rauch, Sp. auch von der Farbe; – ὁ καπνίας οἶνος, nach Schol. Ar. Vesp. 151 ὁ ὑπεκλυόμενος, od. nach Cratin. alter, edler Wein, der in den Rauch gehängt u. darin alt werden mußte, vinum fumosum der Römer. S. Ath. I, 31 f, comic., IV, 131 f VI, 269 d. Vgl. κάπνιος.

Greek (Liddell-Scott)

καπνίας: -ου, ὁ, (καπνὸς) πλήρης καπνοῦ, κωμικὸν επώνυμον τοῦ κωμικοῦ ποιητοῦ Ἐκφαντίδου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) καπνίας οἶνος, ὁ, ἔχων γεῦσίν τινα καπνοῦ ὡς ἐπὶ μακρὸν ἐκτεθεὶς εἰς τὸν καπνὸν, Λατ. vinum fumosum, ἢ οἶνος ἐκ τῆς ἀμπέλου τῆς καλουμένης κάπνιος, Φερέκρ. ἐν «Πέρσαις»1. 6, Ἀλεξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ»1. 70, κτλ.· ἴδε Ἡσύχ. καὶ Φώτ. 2) καπνίας (δηλ. λίθος), ὁ, εἶδος ἰάσπιδος, Πλίν. 37. 37.

Greek Monolingual

ο (Α καπνίας)
νεοελλ.
ορυκτό με σκούρο χρώμα, παραλλαγή του κρυσταλλικού χαλαζία
αρχ.
1. ο καπνισμένος
2. είδος πολύτιμου λίθου
3. κωμική ονομασία του κωμωδιογράφου Εκφαντίδου
4. φρ. «καπνίας οἶνος»
α) ο οίνος που έχει γεύση καπνού επειδή είχε εκτεθεί σε καπνό για πολύ χρόνο
β) οίνος που λαμβανόταν από αμπέλι που είχε σταφύλια με χρώμα καπνού και το οποίο ευδοκιμούσε στην Ιταλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. -ίας (πρβλ. κροκ-ίας, φοινικ-ίας)].